Умерить στα ελληνικά

Μετάφραση: умерить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριάζω, μετριοπαθής, καταστέλλω, μέτριος, αναχαιτίζω, καταπνίγω, αποκρύπτω, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Умерить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бруней στα ελληνικά - Μπρουνέι, το Μπρουνέι, του Μπρουνέι, Brunei, Μπρούνεϊ
  • гончар στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, τορνευτής, Πότερ, Potter, αγγειοπλάστη, αγγειοπλαστικής
  • дзюдо στα ελληνικά - τζούντο, judo, το τζούντο, του τζούντο, το judo
  • дубровник στα ελληνικά - germander
Τυχαίες λέξεις
Умерить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριάζω, μετριοπαθής, καταστέλλω, μέτριος, αναχαιτίζω, καταπνίγω, αποκρύπτω, μέτρια, μέτριας, μέτριο