Λέξη: περίσσευμα
Σχετικές λέξεις: περίσσευμα
περίσσευμα μελομακαρονα, περίσσευμα κεικ, περίσσευμα βασιλοπιτας, περίσσευμα χοιρινο, περίσσευμα κοτόπουλο, περίσσευμα γαλοπούλας, περισσεύματα κουραμπιεδων, περίσσευμα αρνι, περίσσευμα κιμα, περίσσευμα τσουρέκι
Συνώνυμα: περίσσευμα
πλεόνασμα, αφθονία
Μεταφράσεις: περίσσευμα
περίσσευμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
excess, surplus, surplus is, surplus of, a surplus
περίσσευμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sobrante, sobra, superávit, excedente, superfluo, exceso, excedentes, excedente de
περίσσευμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überschuss, überflüssig, mehrbetrag, selbstbehalt, überzählig, Überschuss, Überschusses, Überschüsse
περίσσευμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exubérance, pléthore, démesuré, surabondance, incartade, excédent, excessif, superflu, boni, surplus, exorbitant, surplis, excès, oiseux, excédentaire, outrance, excédents, l'excédent
περίσσευμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eccedenza, superfluo, surplus, avanzo, eccesso, un'eccedenza
περίσσευμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excesso, superar, extrapolar, excedente, superávit, excedentes, excedente de
περίσσευμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
surplus, teveel, overschot, overbodig, overtollige, overschotten, een overschot
περίσσευμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перегиб, прибавочный, превышение, озорство, крайность, излишек, избыточный, лихва, излишество, приплата, лишек, избыток, излишний, перебор, неумеренность, эксцесс, профицит, сальдо
περίσσευμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overskudd, overskudds, overskuddet
περίσσευμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överflödig, överskott, överskottet, överskotts, över
περίσσευμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylimäärä, ylijäämä, tarpeeton, liika, ylijäämän, ylijäämäinen, ylijäämää, ylijäämästä
περίσσευμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overskud, overskydende, overskuddet, overskud på
περίσσευμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přebytečný, přebytek, přílišný, krajnost, nadbytek, přehnaný, nemírnost, zbytečný, nadměrný, výstřelek, zisk, přebytku, přebytkový, přebytky
περίσσευμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nadmiar, przekroczenie, przerost, superata, dodatkowy, dodatek, wyskok, nadużycie, zbyteczny, nadwyżka, wybryk, naddatek, nadmierny, zapasowy, nadprodukcja, eksces, nadwyżki, nadwyżkę, nadwyżek
περίσσευμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mértéktelenség, maradvány, felesleg, többlet, többletet, többlete, felesleges, többlettel
περίσσευμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fazla, artı, fazlası, dışı fazla, artık
περίσσευμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
остача, крайність, надвишок, непомірність, надлишок, залишок, надмір, лишок, надлишковий
περίσσευμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tepricë, të tepërta, teprica, suficiti, suficit
περίσσευμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
излишък, излишъка, свръхпроизводство, за свръхпроизводство
περίσσευμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лішак, дастатак
περίσσευμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liiasus, ülejääk, ülejäägi, ülejääki, ülejäägiga, ülejäägis
περίσσευμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prestup, ostatke, prekoračenje, višak, preobilje, suficit, viška, suficit u, viškova
περίσσευμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aflaga, afgangur, afgang, afgangi, afgangurinn, afgangur af
περίσσευμα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cumulus
περίσσευμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atlieka, perteklius, perviršis, pertekliaus, perteklių
περίσσευμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārpalikums, pārpalikuma, pozitīvais saldo, pārpalikumu, rezultāts
περίσσευμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вишок, суфицит, вишокот, вишок на, вишокот на
περίσσευμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
excedent, surplus, surplusul, surplusului, pe excedent
περίσσευμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
presežek, presežek iz, presežka, presežna
περίσσευμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prebytok, nadbytok, prebytku
Τυχαίες λέξεις