Λέξη: ηλικία

Σχετικές λέξεις: ηλικία

ηλικία ανδρέα μικρούτσικου, ηλικία ασλανίδου, ηλικία γλυκερίας, ηλικία σκύλου, ηλικία κωστόπουλος, ηλικία γάτας, ηλικία της γης, ηλικία μελίνας ασλανίδου, ηλικία αγγελικής ηλιάδη, ηλικία γκαγκακη, τρίτη ηλικία

Συνώνυμα: ηλικία

εποχή

Μεταφράσεις: ηλικία

ηλικία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
age, age of, the age, the age of, of age

ηλικία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
envejecer, edad, era, la edad, años, de edad, edad de

ηλικία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
altern, lebensdauer, zeitalter, alter, lebensalter, Alter, Alters, Zeitalter

ηλικία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vieillissent, époque, vieillir, vieillis, âge, vieillissons, vieillesse, siècle, ancienneté, vieillissez, l'âge, ans, âge de

ηλικία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
evo, vecchiezza, invecchiare, anni, vecchiaia, età, all'età, di età, l'età

ηλικία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
época, quadra, envelhecer, idade, anos, era, a idade, etária

ηλικία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijdperk, ouderdom, leeftijd, jaar, de leeftijd

ηλικία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стареть, плевра, плацента, почка, период, старить, постареть, возраст, век, древний, возраста, Возраст не, возрастной

ηλικία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alder, alderdom, eldes, elde, tidsalder, år, alders, alderen

ηλικία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tidsålder, ålder, okänd, år, åldern, ålders

ηλικία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ikä, ajanjakso, aikakausi, vanhentua, aika, iän, ikään, iästä

ηλικία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tidsalder, alder, alderstrin, epoke, år, alderen, en alder

ηλικία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
věk, stáří, doba, stárnout, epocha, věku, věková, věkové

ηλικία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
starzeć, starość, epoka, wiek, wieku, Age, w wieku, lat

ηλικία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
életkor, kor, kora, korban, korú

ηλικία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çağ, devir, yaşlanmak, yaş, Yaşı, Age, Çağı, yaşa

ηλικία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вік, року

ηλικία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
moshë, mosha, mosha e, moshe, e moshës

ηλικία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възраст, г., възрастта, възрастова, мъж

ηλικία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзрост, Узрост, век, Узр

ηλικία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vanus, iga, vanuse, vanuses, vanusest, eas

ηλικία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
generator, dobi, dob, starosna, starost, dobna, vječnost, doba, godine, Dobi

ηλικία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aldur, öld, aldri, Age, ára

ηλικία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ætas, aevum

ηλικία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
amžius, amžiaus, amžių, Metai, Age

ηλικία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vecums, vecuma, vecumu, vecumā, vecumam

ηλικία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
векот, возраст, годишна возраст, возраста, старост, возраст од

ηλικία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
eră, vârstă, vârsta, varsta, de vârstă, vârsta de

ηλικία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
doba, starost, starosti, age, starostna, starostno

ηλικία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
epocha, doba, vek, veku

Στατιστικά δημοτικότητας: ηλικία

Τυχαίες λέξεις