Уметь στα ελληνικά
Μετάφραση: уметь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανοώ, γνωρίζω, ξέρω, μπορώ, κουτί, καταλαβαίνω, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взвиваться στα ελληνικά - διανύω, αυξάνομαι, βρίσκομαι, μύγα, πετώ, ανατέλλω, αύξηση, ...
- воспаление στα ελληνικά - φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές
- графа στα ελληνικά - τομή, πορεία, επικεφαλίδα, κολόνα, στήλη, τμήμα, στήλης, ...
- дубрава στα ελληνικά - ξύλο, Dubrava, Ντουμπράβα, της Dubrava
Τυχαίες λέξεις
Уметь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανοώ, γνωρίζω, ξέρω, μπορώ, κουτί, καταλαβαίνω, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
Μεταφράσεις: κατανοώ, γνωρίζω, ξέρω, μπορώ, κουτί, καταλαβαίνω, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση