Уплотнить στα ελληνικά
Μετάφραση: уплотнить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνοψίζω, υγροποιώ, συμπυκνώνω, σφραγισμένο, σφραγίζεται, σφραγίζονται, σφραγισμένη, σφραγισμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безумно στα ελληνικά - απαίσια, deliriously, παραληρηματικά, πανηγυρίζουν, συνήθως φτιάχνεται
- валентность στα ελληνικά - σχισμή, σθένος, σθένους, το σθένος
- далматский στα ελληνικά - Δαλματίας, dalmatian, της Δαλματίας, Δαλματικές, δαλματική
- емкий στα ελληνικά - ευρύχωρος, ευρύχωρο, ευρύχωρες, μεγάλης χωρητικότητας, απέραντος
Τυχαίες λέξεις
Уплотнить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνοψίζω, υγροποιώ, συμπυκνώνω, σφραγισμένο, σφραγίζεται, σφραγίζονται, σφραγισμένη, σφραγισμένες
Μεταφράσεις: συνοψίζω, υγροποιώ, συμπυκνώνω, σφραγισμένο, σφραγίζεται, σφραγίζονται, σφραγισμένη, σφραγισμένες