Λέξη: πρωκτικός
Συνώνυμα: πρωκτικός
κωλικός, πηγής, ορωκτού, ορθικός
Μεταφράσεις: πρωκτικός
πρωκτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rectal, anal
πρωκτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anal, anales, anal del, ano
πρωκτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rektal, anal, analen, anale, After
πρωκτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rectal, anal, anale, anales, anaux, anus
πρωκτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anale, Anal, anali, penetrazione anale, Inculata
πρωκτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anal, anais, Sexo Anal, Análise
πρωκτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anaal, anale, Anal, van anale, Analyse
πρωκτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прямокишечный, ректальный, анальный, анал, анального, анальная, анальное
πρωκτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anal, Analyse, analt, Analyttisk
πρωκτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anal, anala, analsex, analt
πρωκτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perä-, anaali-, Analyyttisesti, peräaukon, anaali
πρωκτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anal, anale, Analyse, analt
πρωκτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konečníkový, anální, anal, anál, Elementární analýza
πρωκτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stolcowy, odbytniczy, analny, Anal, analiza, odbytu, analna
πρωκτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
anális, az anális, anál, anal, végbél
πρωκτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anal
πρωκτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
новобранці, анальний
πρωκτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anal, anale, i anusit
πρωκτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
анален, аналния, аналната, анална, анално
πρωκτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
анальны
πρωκτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
päraku-, Anal, päraku, anaalse, anaalses
πρωκτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rektalan, rektalna, analan, analni, Anal, Analitički, analnog
πρωκτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endaþarms, Anal, Grein, endaþarmi, í endaþarmi
πρωκτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
analinis, Anal, išangės, analinio, analinė
πρωκτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tūpļa, anālais, anal, anālās, anālā
πρωκτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
анални, анален, аналниот, анална, во анален
πρωκτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anal, anale, anala, anală
πρωκτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
anal, analni, analno, analna, analnega
πρωκτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konečníkový, análny, análne, análnej, análnu
Τυχαίες λέξεις