Употребительный στα ελληνικά
Μετάφραση: употребительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, τωρινός, συνηθισμένος, ρεύμα, upotrebitelny
Μεταφράσεις
- балагурство στα ελληνικά - βωμολοχίες, buffoonery, καραγκιοζιλίκια, τσαρλατανισμός, χονδρά αστεία
- бельведер στα ελληνικά - αποκορύφωμα, θερινή κατοικία, Belvedere, πανοραμικός πυργίσκος, Δώμα, Το Belvedere
- вихор στα ελληνικά - cowlick
- дернина στα ελληνικά - χλοοτάπητας, SOD, της SOD, Η SOD, έτοιμου χλοοτάπητα
Τυχαίες λέξεις
Употребительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, τωρινός, συνηθισμένος, ρεύμα, upotrebitelny
Μεταφράσεις: κοινός, τωρινός, συνηθισμένος, ρεύμα, upotrebitelny