Λέξη: απόφαση
Σχετικές λέξεις: απόφαση
απόφαση 2003/33/εκ, απόφαση στε, απόφαση συμβουλίου επικρατείας, απόφαση για κοινωνικό μέρισμα, απόφαση ελεγκτικού συνεδρίου για εφάπαξ, απόφαση διακοπής από τον οαεε, απόφαση υπαγωγής ωφελούμενων στο πρόγραμμα «εξοικονόμηση κατ’ οίκον», απόφαση υπουργού οικονομικών, απόφαση στε για psi, απόφαση συνώνυμα, υπουργική απόφαση, στε, διαύγεια, κοινή υπουργική απόφαση, απόφαση αρείου πάγου
Συνώνυμα: απόφαση
κυρίαρχος, διοίκηση, χαράκωμα χάρτου, κυριαρχών, κρίση, πρόταση, καταδίκη, ψήφισμα, ανάλυση, διάλυση, λύση διαφωνίας, αποφασιστικότης, προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός
Μεταφράσεις: απόφαση
απόφαση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
decision, resolution, ruling, judgment, a decision
απόφαση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
decisión, resolución, la decisión, decisión de, decisiones, toma
απόφαση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entscheidung, urteil, Entscheidung, Entscheidungs, Beschluss
απόφαση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
propos, parti, détermination, conclusion, arrêt, arrêté, délibération, décision, résolution, la décision, prise, de décision, décisions
απόφαση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risoluzione, decisione, deliberazione, decisione di, decisionale, decisione del, decisioni
απόφαση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decisão, decifrar, decifração, decisões, de decisão, decisão de, de decisões
απόφαση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beslissing, besluit, slot, conclusie, uitspraak, besluit van, Beschikking van de
απόφαση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
решимость, решительность, приговор, постановление, заключение, решение, решения, принятия, решением, решении
απόφαση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjennelse, beslutning, avgjørelse, beslutningen, avgjørelsen, vedtaket
απόφαση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beslut, beslutet, besluts, beslut om, beslut som
απόφαση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
johtopäätös, loppulause, päätös, päätöksen, päätöstä, päätöksessä, päätöksestä
απόφαση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestemmelse, beslutning, afgørelse, beslutningen, afgørelsen, beslutning om
απόφαση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
usnesení, rozhodnutí, rozhodování, rozhodnutím, rozhodnutí o
απόφαση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozstrzygnięcie, decyzja, ustalenie, postanowienie, decydent, uchwała, orzeczenie, decyzji, decyzję, decyzja o
απόφαση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
döntés, határozat, határozatot, a határozat, döntést
απόφαση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karar, kararı, kararın, bir karar, kararının
απόφαση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розв'язування, присуд, розв'язання, рішення, вирішення
απόφαση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vendim, vendimi, vendimin, vendimi i, vendim i
απόφαση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
решение, решението, решения, на решения
απόφαση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рашэнне, рашэньне, вырашэнне
απόφαση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsus, otsustus, otsustavus, otsuse, otsust, otsuses, otsusega
απόφαση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opredjeljenje, riješenost, odluku, odlučnost, odluka, odluke, rješenje, odlukom
απόφαση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákvörðun, ákvörðun um, ákvörðunin, ákveðið
απόφαση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iudicium
απόφαση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nutarimas, sprendimas, sprendimą, sprendimo, sprendimų, sprendime
απόφαση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lēmums, spriedums, lēmumu, lēmuma, lēmumā
απόφαση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одлука, одлуката, решение, донесување, решението
απόφαση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
decizie, decizia, decizii, deciziilor, de decizie
απόφαση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odločitev, sklep, odločba, odločitve, odločbo
απόφαση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozhodnutí, rozhodovanie, rozhodnutie, rozhodnutia, rozhodnutiu, súdu
Στατιστικά δημοτικότητας: απόφαση
Τυχαίες λέξεις