Упражняться στα ελληνικά

Μετάφραση: упражняться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασκώ, εξασκώ, πρακτική, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές
Упражняться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бурт στα ελληνικά - συσφίγγω, σφίγγω, χάντρα, σφαιρίδιο, σφαιριδίων, σφαιριδίου, σφαιρίδια
  • возлюбленная στα ελληνικά - βράγχιο, κορίτσι, κυρία, αγαπημένος, αγαπημένη, γλυκιά μου, τον αγαπημένο, ...
  • выверять στα ελληνικά - μετρητής, προσαρμόζω, κανονίζω, ρυθμίζω, συμβιβάζω, διαμετρώ, εκτιμώ, ...
  • двуручный στα ελληνικά - τα δύο χέρια, δύο χέρια, με τα δύο χέρια, δυο χέρια
Τυχαίες λέξεις
Упражняться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασκώ, εξασκώ, πρακτική, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές