Λέξη: καρίνα

Σχετικές λέξεις: καρίνα

καρίνα τεχέδα, καρίνα πλοίου, καρίνα γέλινεκ, καρίνα για v strom, καρίνα περέιρα, καρίνα λάμψα, καρίνα ιωαννίδου, καρίνα γέλινεκ και παζ κόρνου, καρίνα μπολάνος, καρίνα σμιρνόφ

Συνώνυμα: καρίνα

σκαρί, καρίνα πλοίου, τρόπις

Μεταφράσεις: καρίνα

καρίνα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
keel, hull, the keel, a keel, keel of

καρίνα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
quilla, la quilla, de quilla, quilla de, de la quilla

καρίνα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kiel, Kiel, Kiels

καρίνα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quille, la quille, carène, de quille, à quille

καρίνα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiglia, della chiglia, di chiglia, carena, la chiglia

καρίνα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quilha, canguru, da quilha, de quilha, keel, quilha de

καρίνα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kiel, keel, de kiel

καρίνα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кол, киль, килевать, киля, килем, килевая

καρίνα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøl, kjølen, keel

καρίνα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
köl, kölen, Keel, Köl &, kölens

καρίνα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
horjahdella, hoippua, emäpuu, kompuroida, köli, kölin, keel, kölistä, köliä

καρίνα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
køl, kølen, keel, kølens, hvis køl

καρίνα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kýl, kýlu, keel, kýlem

καρίνα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kil, stępka, wywracać, keel, stępki, kilowa

καρίνα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajógerinc, tőkesúly, keel, hajógerincét, gerincfektetése

καρίνα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
omurga, salma, keel, alabora

καρίνα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отой, той, шпигун, кіль, Киль, Кіля

καρίνα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anije, keel, anije të, zhytje të, zhytje

καρίνα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кил, кила, на кила, килова

καρίνα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіль, Штутгарт, Гальле

καρίνα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
minestama, emapuu, kiil, keel, kiilu

καρίνα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kobilica, jednolično, kobilice, keel, kobilicu, kobilica na

καρίνα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjölur, kjölurinn, kjölurinn hefur, kjöl, kili

καρίνα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
carina

καρίνα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kilis, keel, kilio, kylio

καρίνα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķīlis, keel, ķīļa, ķīļveida, laiva

καρίνα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Јазик, брод, keel, катурвам

καρίνα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chilă, keel, chila, chilei, de chilă

καρίνα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kobilica, kobilice, keel, gredelj, gredelj je

καρίνα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kýl, zrealizované, prietrží, kýlu

Στατιστικά δημοτικότητας: καρίνα

Τυχαίες λέξεις