Ускользать στα ελληνικά

Μετάφραση: ускользать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφεύγω, αποφεύγω, διαλανθάνω, γλίστρημα, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση
Ускользать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесноватый στα ελληνικά - δαιμονισμένο, δαιμονισμένου, δαιμονικές, δαιμονική
  • взорванный στα ελληνικά - καταραμένος, ανατίναξε, κατηγόρησε, ανατίναξαν, αμμοβολή
  • дед στα ελληνικά - παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
  • домоседливый στα ελληνικά - domosedlivy
Τυχαίες λέξεις
Ускользать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφεύγω, αποφεύγω, διαλανθάνω, γλίστρημα, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση