Усохнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: усохнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξω, στερεύουν, στεγνώσει, ξεραίνονται, στεγνώνουν, στερέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспрестанный στα ελληνικά - ασταμάτητος, παντοτινός, ενδελεχής, συνεχής, αέναος, διαρκής, αέναη, ...
- всезнающий στα ελληνικά - παντογνόστης, παντογνώστρια, παντογνώστης, παντογνώστες, παντογνώστη
- живописный στα ελληνικά - παραστατικός, γραφικός, γραφικό, γραφική, γραφικά, γραφικές
- жирный στα ελληνικά - γερός, βαθμίδα, τροφαντός, έντονος, βαθμολογώ, τόλμημα, πυκνός, ...
Τυχαίες λέξεις
Усохнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξω, στερεύουν, στεγνώσει, ξεραίνονται, στεγνώνουν, στερέψει
Μεταφράσεις: έξω, στερεύουν, στεγνώσει, ξεραίνονται, στεγνώνουν, στερέψει