Λέξη: ακατοίκητος
Συνώνυμα: ακατοίκητος
έρημος, ερημωμένος, απελπισμένος, αχαλίνωτος, ανεμπόδιστος
Μεταφράσεις: ακατοίκητος
ακατοίκητος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uninhabited, uninhabitable, desolate
ακατοίκητος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inhabitado, deshabitado, yermo, inhabitable, inhabitables, en inhabitable
ακατοίκητος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unbewohnt, unbewohnbar, unbewohnbaren, unbewohnbare, bewohnbar, uninhabitable
ακατοίκητος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inhabité, inhabitable, inhabitables
ακατοίκητος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disabitato, inabitabile, inabitabili, invivibile, inagibili, uninhabitable
ακατοίκητος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inabitável, inabitáveis, uninhabitable
ακατοίκητος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbewoonbaar, onbewoonbare, uninhabitable, onbewoonbaar is, onleefbaar
ακατοίκητος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безлюдный, незаселенный, необитаемый, нежилой, необитаемыми, непригодными для жилья, непригодными для проживания, непригодной для жизни
ακατοίκητος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ubeboelig, ubeboelige, ubeboelig på, ikke kan benyttes
ακατοίκητος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uninhabitable, obeboeliga, obeboeligt, obeboelig
ακατοίκητος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eloton, asumaton, asuttamaton, autio, asuttavaksi kelpaamaton, asuinkelvottomaksi, asumiskelvoton, asumiskelvottomaksi, asuinkelvottomiksi
ακατοίκητος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ubeboelige, ubeboelig, ubeboeligt, ubeboelige på
ακατοίκητος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neobývaný, neobydlený, neobyvatelný, neobyvatelné, neobyvatelná, neobyvatelnou, neobyvatelnými
ακατοίκητος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niezamieszkały, bezludny, niezamieszkalny, zamieszkania, do zamieszkania, nienadające się do zamieszkania, niezdatne do zamieszkania
ακατοίκητος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lakatlan, lakhatatlan, lakhatatlanná, lakható, nem lakható, lakhatatlannak
ακατοίκητος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaşanmaz, yaşanamaz, oturulmaz, oturulamaz, yaşanamaz bir
ακατοίκητος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незаселений, нежитловий, нежитлової, нежилої, нежилой, нежилий
ακατοίκητος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pabanueshëm, pabanueshme, të pabanueshme, e pabanueshme, pabanueshëm
ακατοίκητος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
необитаем, необитаеми, необитаема, необитаемо, необитаван
ακατοίκητος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нежылы, нежылой, нежылое, нежылым
ακατοίκητος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asustamata, elamiskõlbmatuks, inimasustuseta, elamiskõlbmatuks teinud, elamiskõlbmatu, elamiskõlbmatud
ακατοίκητος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neupućen, neobaviješten, nepodesan za stanovanje, nenastanjive, nenastanjivi, nepogodnim za stanovanje, nenastanjiv
ακατοίκητος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óbyggilegt, óbyggileg
ακατοίκητος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
negyvenamosios, negyvenamosios paskirties, netinkami gyventi, netinkama gyventi, Nepriimtinas ir studijoms
ακατοίκητος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neapdzīvoti, neapdzīvojama
ακατοίκητος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непогодна за живеење, ненаселени, населување, ненаселиво, Неможеш да ја живее
ακατοίκητος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nelocuit, nelocuibile, de nelocuit, nelocuibilă, nelocuibil
ακατοίκητος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uninhabitable, živeti, neprimerna za bivanje, za bivanje, neprimerne za bivanje
ακατοίκητος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neobývateľný, neobývateľná, neobyvateľný
Τυχαίες λέξεις