Успевать στα ελληνικά
Μετάφραση: успевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, έχε, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бланманже στα ελληνικά - γλυκό, πηκτή
- божественность στα ελληνικά - θειότητα, θεότητα, θεότητας, θεότητά, τη θεότητά
- глуховатый στα ελληνικά - κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, κωφά
- дрессировщик στα ελληνικά - προπονητής, εκπαιδευτής, γυμναστής, εκπαιδευτή, προπονητή
Τυχαίες λέξεις
Успевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, έχε, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Μεταφράσεις: έχω, έχε, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα