Λέξη: παρακαμπτήριος
Μεταφράσεις: παρακαμπτήριος
παρακαμπτήριος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bypass, siding
παρακαμπτήριος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desviación, vía muerta, revestimiento, revestimiento de, apartadero, el revestimiento
παρακαμπτήριος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umgehungsstraße, umfahrt, Abstellgleis, Anschlussgleis, siding, Gleisanschluss, Schleppbahn
παρακαμπτήριος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rocade, dérivation, contournement, déviation, manier, contourner, périphérique, éviter, voie de garage, revêtement extérieur, revêtement, parement, bardage
παρακαμπτήριος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tangenziale, binario di raccordo, raccordo, schierandosi, rivestimenti, rivestimenti in
παρακαμπτήριος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desvio, tapume, siding, o tapume, tapume do
παρακαμπτήριος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zijspoor, rangeerspoor, gevelbeplating, siding, opruimen
παρακαμπτήριος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шунтировать, объезд, обтекать, обход, обвод, шунт, сайдинг, Siding, сайдинга, сайдингом, запасной путь
παρακαμπτήριος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Fasader, ytterkledning, siding, parti, sidesporet
παρακαμπτήριος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sidospår, ytterväggar, rangerbangård, väggbeklädnad, is
παρακαμπτήριος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
välttää, ohittaa, sivuraide, sivuraiteelle, siding, Panelointi, sivuraiteen
παρακαμπτήριος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sidespor, beklædning, siding
παρακαμπτήριος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obchvat, objížďka, obejít, vedlejší kolej, Silentblok, vlečka, vlečky, obklad
παρακαμπτήριος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obchodzić, obejście, objechać, objazd, obwodnica, omijać, objeżdżać, bocznica, siding, bocznicy, bocznicy kolejowej, bocznicę
παρακαμπτήριος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mellékvágány, Deszkaburkolás, iparvágány, Siding, kitérő
παρακαμπτήριος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tarafçılık, siding, dış cephe kaplaması, cephe kaplama, dış cephe
παρακαμπτήριος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
об'їзд, обхід, сайдинг, сайдінг
παρακαμπτήριος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mur anësor, anësor, mur anësor të, rrugës së trenit, e rrugës së trenit
παρακαμπτήριος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обшивка, Сайдинг, страничен коловоз, коловоз, Преобразователи на честоти
παρακαμπτήριος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сайдынг
παρακαμπτήριος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ümbersõit, vooder, harutee, Siding, vooderdis, kallutanud
παρακαμπτήριος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
premoštenje, zaobilaznica, odvođenje, prilaženje, sporedni kolosijek, sporedni kolosjek, krak pruge, oplata
παρακαμπτήριος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
siding, klæðningu
παρακαμπτήριος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atšaka, dailylentės, SIDING, atđaka, sienų dangos
παρακαμπτήριος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apšuvums, saidings, atzarojums, apdzīšanas ceļu, apšuvumu
παρακαμπτήριος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обвивка, колосек, во обвивка
παρακαμπτήριος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
siding, siding de, siding A, linie secundară
παρακαμπτήριος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stranskem tiru, tiru, tir, siding, stranski tir
παρακαμπτήριος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vedľajšiu, vedľajšie, vedľajší, vedľajšej, vedľajšieho
Τυχαίες λέξεις