Λέξη: τσουχτερός

Συνώνυμα: τσουχτερός

κοφτερός, οξύς, κοπτερός, δριμύς, σφοδρός, τραγανός, εύθραυστος, κρύος, ζωηρός, σγουρός, δηκτικός, ευκίνητος, σβέλτος, δραστήριος, αρωματώδης, πικάντικος, ευχάριστος

Μεταφράσεις: τσουχτερός

τσουχτερός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bitterly, crisp, nipping, nippy, keen, piquant, spicy

τσουχτερός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rizado, amargamente, crespo, pellizcando, mordisqueando, mordiendo, nipping, pellizcar

τσουχτερός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bitter, lakonisch, knusperige, knusprig, nipping, knabberte, Quetschen, klemm, Einklemmen

τσουχτερός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
saumâtre, frêle, cassable, dispos, bouclé, amèrement, croquant, croustillant, fragile, crépu, frisé, cassant, tendre, mordiller, pinçant, pincement, pincer, étouffer

τσουχτερός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
croccante, pungente, nipping, stroncare, stroncare la, disinnescando così

τσουχτερός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cortante, beliscando, beliscar, mordiscando, beliscante

τσουχτερός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vinnig, smoren, nipping, happen, nipt

τσουχτερός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рассыпчатый, свежий, живительный, ворсить, твердый, хрустящий, жесткий, горько, крекер, щиплющий, кусаясь, колючий, покусывая, щиплет

τσουχτερός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nipping, som ligger ved foten, ligger ved foten, nipping for, lager et hakk

τσουχτερός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nipping, nyper, löste, nafsa, kväva

τσουχτερός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hauras, kalsea, karvaasti, kirpeä, lyhyt, leikkelemi-, nippaamaan, nipping, leikkelemi- seen, puristaen

τσουχτερός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kvæle, nipper, nipping, at kvæle, knibe

τσουχτερός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kudrnatý, svěží, chrupavý, kadeřavý, hořce, kučeravý, chroupavý, ostrý, křehký, křupavý, štiplavý, nipping, štípat

τσουχτερός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
głęboko, żywy, gorzko, kruchy, zawzięcie, ożywczy, zajadle, zwijać, frytka, silnie, ciężko, kędzierzawy, napastliwie, ostry, popędzić, aby popędzić, szczypiąc, nipping

τσουχτερός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
keservesen, szorító, a szorító

τσουχτερός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ısırıcı, nipping, kesici, Elyafı kıstırmadan, kıstırmadan

τσουχτερός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гірко, щіплющій

τσουχτερός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pickues

τσουχτερός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хруптящия, щипещ, остър, защипващото, хапането, защипване

τσουχτερός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
щиплющий

τσουχτερός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
krõbe, kibedalt, karge, vastuvõetamatult, kähar, näksimise, nipping, näksimise kaudu, kokkusurumise teel

τσουχτερός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uvijen, hrskav, svjež, krt, kovrčav, koji štipa, štipa, stiskanjem

τσουχτερός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Napur, nipping

τσουχτερός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žvarbus, šaltas, kandus, duriantis, Dzēlīgs

τσουχτερός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
svelošs, dzēlīgs, kodīgs

τσουχτερός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
nipping

τσουχτερός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Retezarea, nipping, ciupesc, muște

τσουχτερός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nipping, štipa

τσουχτερός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sypký, štipľavý, štiplavé, štiplavý, o štipľavý
Τυχαίες λέξεις