Установление στα ελληνικά
Μετάφραση: установление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσφορος, θεσμός, εγκατάσταση, ίδρυμα, αποφασιστικότητα, σύνθεση, ρύθμιση, περιβάλλον, καθορισμό, ρύθμισης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адресат στα ελληνικά - παραλήπτης, προορισμός, αποδέκτης, Αποδέκτες, αποδέκτη, παραλήπτη
- воплощенный στα ελληνικά - ενσωματώνονται, που ενσωματώνονται, ενσωματώνεται, ενσωματωμένη, ενσωματωθεί
- декларативный στα ελληνικά - ξιπασμένος, δηλωτικός, δηλωτικό, αναγνωριστική, αναγνωριστικής, δηλωτικό χαρακτήρα
- дисциплина στα ελληνικά - μελέτη, σπουδάζω, πεδίο, σπουδές, τομέας, κλαδί, θέμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Установление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσφορος, θεσμός, εγκατάσταση, ίδρυμα, αποφασιστικότητα, σύνθεση, ρύθμιση, περιβάλλον, καθορισμό, ρύθμισης
Μεταφράσεις: πρόσφορος, θεσμός, εγκατάσταση, ίδρυμα, αποφασιστικότητα, σύνθεση, ρύθμιση, περιβάλλον, καθορισμό, ρύθμισης