Λέξη: έτος

Σχετικές λέξεις: έτος

έτος κώστα μόντη, έτος δημιουργικότητας και καινοτομίας 2009, έτος φωτός, έτος κόσμου, έτος ελ γκρέκο, έτος σεφέρη, έτος καβάφη, έτος el greco, έτος ενεργού πολίτη, έτος πολιτισμού 2014

Συνώνυμα: έτος

χρόνος

Μεταφράσεις: έτος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
year, year of, the year
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
año, el año, ejercicio, del año
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jahr, jahrgang, Jahr, Jahres
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
année, an, ans, l'année
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
annata, anno, dell'anno, anni, l'anno, all'anno
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ano, bocejo, exercício, ano de, campanha
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jaar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
год, година, году, года, годом, лет
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
år, året, års, i år
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
årtal, år, året, årets, års
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuosi, vuotta, vuonna, vuoden, vuodessa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
år, året, års, årets
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rok, roce, roku, rokem, ročně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rocznik, rok, roku, na rok, rocznie, rokiem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
év, évben, évre, évi, évvel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sene, yıl, yıllık, yıl süreli, yılı, yılın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
козеня, рік, року, год
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mot, vit, viti, vitin, vitin e, vitit të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
година, годишно, годината, годишен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
год
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aasta, aastal, aastas, aastaks, aastat
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
godina, ljeto, godinu, godini, godine, Godina, godišnje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árgangur, ártal, ár, ári, ára, árið, fyrra
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
annus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metai, metų, metais, m, metus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gads, gadu, gadā, gada, gadus
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
годината, година, години, годишно, годинава
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
an, anul, ani, anului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ročník, rok, leto, letnik, letos, letno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rok, ročník, vlani, roku, roka, ročne, roky

Στατιστικά δημοτικότητας: έτος

Τυχαίες λέξεις