Λέξη: τσουκνίδα

Σχετικές λέξεις: τσουκνίδα

τσουκνίδα τσαι, τσουκνίδα ιδιότητες, τσουκνίδα καλλιέργεια, τσουκνίδα κατά της βαρρόα, τσουκνίδα σαλάτα, τσουκνίδα συνταγές, τσουκνίδα μαλλιά, τσουκνίδα για όμορφα μαλλιά, τσουκνίδα πίτα, τσουκνίδα ρόφημα

Συνώνυμα: τσουκνίδα

τσικνίδα

Μεταφράσεις: τσουκνίδα

τσουκνίδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nettle, stinging nettle, nettles

τσουκνίδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ortiga, de ortiga, la ortiga, nettle, ortigas

τσουκνίδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
belästigen, nessel, Nessel, Brennnessel, Essel, nettle

τσουκνίδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
harceler, exciter, irriter, brûler, agacer, emmerder, ortie, d'ortie, l'ortie, orties, nettle

τσουκνίδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ortica, scottare, di ortica, nettle, ortiche, dell'ortica

τσουκνίδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
urtiga, planto, nettle, provocação, de urtiga, urticáceas

τσουκνίδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
netel, brandnetel, Nettle, brandnetels, brand netel

τσουκνίδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жечься, крапива, Nettle, крапивы, крапиву, крапивой

τσουκνίδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ergre, nesle, brennesle, Nettle, elve

τσουκνίδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nässla, nässlor, hornen, nettle, nässelutslag

τσουκνίδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nokkonen, polttiainen, nokkosen, härkää sarvista, nokkosta, nettle

τσουκνίδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brændenælde, nælde, nælder, nælden, brændenælder

τσουκνίδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kopřiva, popudit, pálit, otravovat, podráždit, obtěžovat, dráždit, spálit, kopřivy, dvoudomá, hluchavka, kopřivu

τσουκνίδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drażnić, jasnota, pokrzywa, przymawiać, sparzyć, parzyć, irytować, pokrzywy, nettle, pokrzywka, pokrzywowy

τσουκνίδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csalán, csalánkiütés, a csalán, csalánt, csalános

τσουκνίδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ısırgan, otu, ısırgan otu, Isırgan, nettle

τσουκνίδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кропива

τσουκνίδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hithër, acaroj, ngacmoj, qëlloj me hithër

τσουκνίδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коприва, копривна, от коприва, копривата

τσουκνίδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крапіва, крапівы

τσουκνίδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõrvenõges, nõges, nõgeslööve, nõgese, noges, nõgesed

τσουκνίδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljutiti, opeći, kopriva, ožariti, koprive, od koprive, koprivu, koprivnjače

τσουκνίδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Nettle, netla, brenninetlur

τσουκνίδα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
urtica

τσουκνίδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dilgėlė, Dilgėlių, dilgėlinė, nettle, dilgėlės

τσουκνίδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nātre, nātres, nātru, nātrene, nettle

τσουκνίδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
копривата, коприва, коприви, од коприва, копривката

τσουκνίδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urzica, urzică, de urzica, de urzică, urzici

τσουκνίδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kopriva, koprive, koprivnica, nettle, kopriv

τσουκνίδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žihľava, Kopřiva, pŕhľava, Kopriva

Στατιστικά δημοτικότητας: τσουκνίδα

Τυχαίες λέξεις