Установленный στα ελληνικά
Μετάφραση: установленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρθιος, καθορισμένος, κύρος, τοποθετώ, εγκατεστημένος, ιδρύθηκε, συσταθεί, εγκατεστημένοι, καθοριστεί
Μεταφράσεις
- аномальный στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
- барьер στα ελληνικά - μπάρα, μεραρχία, μπαρ, εμποδίζω, φράγμα, διαίρεση, φραγμός, ...
- драить στα ελληνικά - ρουμάνι, τρίβω, θάμνοι, χαμόδεντρα, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, ...
- жёлчь στα ελληνικά - χολή, χολής, χολικού, χολικών, χολικά
Τυχαίες λέξεις
Установленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρθιος, καθορισμένος, κύρος, τοποθετώ, εγκατεστημένος, ιδρύθηκε, συσταθεί, εγκατεστημένοι, καθοριστεί
Μεταφράσεις: όρθιος, καθορισμένος, κύρος, τοποθετώ, εγκατεστημένος, ιδρύθηκε, συσταθεί, εγκατεστημένοι, καθοριστεί