Λέξη: χρονοτριβώ

Σχετικές λέξεις: χρονοτριβώ

χρονοτριβώ συνώνυμα, χρονοτριβώ συνώνυμο

Συνώνυμα: χρονοτριβώ

χασομερώ, βραδύνω, καθυστερώ, ερωτοτροπώ, παίζω, τρυφερολογώ, επιβραδύνω, αναβάλλω, αργοπορώ, εκπνέω βραδέως, καιροσκοπώ

Μεταφράσεις: χρονοτριβώ

χρονοτριβώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tarry, linger, temporize, procrastinate, dally, lag

χρονοτριβώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
persistir, Linger, Quédese, se retrasa, de Linger

χρονοτριβώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verweilen, Linger, Verweilen ein, zurückbleiben, nachklingen

χρονοτριβώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
demeurer, hésiter, temporiser, retarder, tarder, barguigner, rester, se attarder, Linger, attarder, attardent, se attardent

χρονοτριβώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indugiare, Linger, soffermarsi, indugiano, di Linger

χρονοτριβώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
demorar, Linger, descansar, atrasa

χρονοτριβώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blijven hangen, verwijlen, vertoeven, linger, toeven

χρονοτριβώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
медлить, останавливаться, жить, замешкаться, пребывать, мешкать, дожидаться, задерживаться, Linger, задерживаются, Лингер, задержаться

χρονοτριβώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
somle, Linger, dvele, nøle, dvele ved

χρονοτριβώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Linger, dröja kvar, dröja, dröja sig kvar, dröjer kvar

χρονοτριβώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hidastella, norkoilla, maleksia, viipyä, Linger, viipyillä, viipyvät, Katkaisuviive

χρονοτριβώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dvæle, Linger, hængende, drysse, blive hængende

χρονοτριβώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otálet, zůstávat, váhat, nepolevovat, prodlévat, Linger, lenošení, loudat se

χρονοτριβώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pozostać, pozostawać, zwlekać, ociągać, marudzić, Linger, utrzymywał, zrelaksowania, pokutować

χρονοτριβώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
időzik, habozik, Linger, késlekedési, időzzön

χρονοτριβώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oyalanmak, linger, yavaş yavaş giderler, ayrılamıyorum, can çekişmek

χρονοτριβώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жити, гаятися, перебувати, смолистий, мешкати, затримуватися, затримуватись, затримуватиметься

χρονοτριβώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjatem, zgjatoj, mbetem, vonoj, ngurroj

χρονοτριβώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
влача се, мотам се, бавя се, точа се, мая се

χρονοτριβώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
затрымлівацца, затрымоўвацца, затрымлівацца там, бавіцца

χρονοτριβώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peatus, ootama, tõrvane, jõlkuma, luusima, vireleb, Kaovad aeglaselt, lõnkuma

χρονοτριβώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odugovlačiti, otezati, zadržavaju, oklijevati, ići polako, ležati na samrti

χρονοτριβώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sitja lengi, sitja, sitja lengi í

χρονοτριβώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dilti, nusitęsti, pragaišti, užtrukti, gaišti

χρονοτριβώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kavēties, uzkavēties, vilkties, kvernēt, vilcināšanās

χρονοτριβώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лебдеат, Linger

χρονοτριβώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
persista, zăbovi, dăinui, lâncezi

χρονοτριβώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ostajal, Otezati

χρονοτριβώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
asfaltový, nepoľavovať, neochabovať
Τυχαίες λέξεις