Λέξη: τροχός

Σχετικές λέξεις: τροχός

τροχός λείανσης, τροχός νυχιών, τροχός jd8500, τροχός κοπής, τροχός ποδηλάτου, τροχός εκγύμνασης κοιλιακών, τροχός κεραμικής, τροχός των επιθυμιών, τροχός κοπής μετάλλων, τροχός της τύχης

Συνώνυμα: τροχός

ρόδα, τιμόνι, βαθμίδα κλίμακος, ακόνι, ακονόπετρα

Μεταφράσεις: τροχός

τροχός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wheel, drill, wheel is, gear

τροχός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barrenar, taladrar, taladro, taladradora, rodar, rueda, bicicleta, horadar, barrena, perforar, ruedas, rueda de, la rueda, volante

τροχός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bohren, bohrung, bohrer, furche, exerzieren, bohrmaschine, laufrad, rad, drill, bohrgerät, fahrrad, Rad, Rades, wheel

τροχός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
driller, perceuse, exercice, perforer, percent, foret, fraise, sonde, rond, tarière, tourner, dresser, entraînement, mèche, perçage, vélo, roue, roues, volant, la roue, molette

τροχός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
forare, trapano, trivella, bicicletta, ruota, volante, ruote, rotella, ruota di

τροχός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
roda, bicicletas, bicicleta, perfurar, brocar, trigo, furar, brocas, rodas, roda de, volante, da roda

τροχός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tweewieler, wiel, aanboren, doorboren, fiets, rad, boren, wielen, wheel, stuur

τροχός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бур, муштровать, коловорот, выкатывать, обучать, борозда, муштра, прялка, высверливать, скат, сеялка, бурить, тренировать, муштровка, упражнение, высверлить, колесо, колеса, руль, колес, колесные

τροχός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøre, bore, eksersis, bor, hjul, sykkel, ratt, hjulet, rattet

τροχός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hjul, ring, ratt, borra, hjulet

τροχός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vako, rullata, ohjauspyörä, upottaa, pyörä, pora, porata, pylpyrä, kairata, harjoitella, laikka, polkupyörä, kehrä, pyöräiset, pyöräinen, pyörän, ohjauspylväs

τροχός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjul, bore, cykel, rat, hjulet, rattet, fælg

τροχός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrtat, provrtat, kroužit, vézt, kolo, vrták, kutálet, kormidlo, cvičit, vyvrtat, nebozez, kruh, výcvik, otáčet, cvičení, nácvik, kolečko, kola, kolové, kol

τροχός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
musztarda, świdrować, wydrążać, drążyć, drelich, świder, kierownica, wozić, wiertniczy, musztra, musztrować, dryl, tresować, borować, toczyć, wiertarka, koło, tarcza, koła, kołowe

τροχός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsákvászon, fúrás, mellfurdancs, pamutzsávoly-szövet, kerék, gyakorlatozás, furdancs, kerékpár, fúrógép, bíborcsiga-faj, kerekű, kereket, kerekes, lapátkerekes

τροχός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çark, delmek, bisiklet, tekerlek, tekerlekli, simidi, teker, tekerleği

τροχός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
муштра, свердло, тренування, тренувати, бур, підлеститися, колесо, колеса

τροχός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
biçikletë, rrotë, timon, rrota, wheel, rrota e

τροχός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обучение, велосипед, колело, колела, колесни, колесен

τροχός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каток, кола, руль, колесо

τροχός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kordama, puurima, trellpuur, keelitamine, ratas, ratta, rool, sild, allaklapitav

τροχός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kotačić, kotrljati, kolo, kotač, kotača, upravljača

τροχός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bora, borjárn, hjól, Wheel, hjólið, hjólum, hjólinu

τροχός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rota

τροχός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dviratis, ratas, vairas, ratų, rato, krautuvai su

τροχός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
velosipēds, ritenis, rats, riteņu, frontālais, riteņa, stūre

τροχός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
велосипедот, тркалото, тркала, на тркала, тркало, воланот

τροχός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bicicletă, roată, burghiu, roți, roti, roții, roata de

τροχός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vrtati, kolo, vrtat, vaje, kolesa, wheel, kolesih, volan

τροχός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
volant, kolo, koleso, bicykel, kôl, tipovanie

Στατιστικά δημοτικότητας: τροχός

Τυχαίες λέξεις