Утомительный στα ελληνικά

Μετάφραση: утомительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσάρεστος, ανιαρός, πληκτικός, κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουραστικά
Утомительный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акварелист στα ελληνικά - watercolorist
  • бросок στα ελληνικά - πετώ, ορμή, εκσφενδονίζω, τρέχω, μπήγω, επιτελείο, βολή, ...
  • водевиль στα ελληνικά - βαριετέ, το βαριετέ, βαριόμαστε, βοντβίλ
  • возница στα ελληνικά - οδηγός, ηνίοχος, ηνίοχο, ηνιόχου, ηνίοχου, τον ηνίοχο
Τυχαίες λέξεις
Утомительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσάρεστος, ανιαρός, πληκτικός, κουραστικός, κουραστική, κουραστικό, κουραστικές, κουραστικά