Λέξη: κασμάς

Σχετικές λέξεις: κασμάς

κασμάς μετάφραση, κασμάσ σταμάτησ, νικόλαος κασμάς

Συνώνυμα: κασμάς

αξίνα, εκλογή, οξύ εργαλείο

Μεταφράσεις: κασμάς

κασμάς στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pick, kasmas

κασμάς στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recolectar, zapapico, recoger, kasmas

κασμάς στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auswahl, spitzhacke, wahl, foto, eispickel, auslese, sammeln, plektrum, pickel, kasmas

κασμάς στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réunir, sélection, fouiller, opter, plumer, recouvrer, sélectionner, récolter, acclamer, crocheter, cueillir, rassembler, collecter, recueillir, pic, élire, kasmas

κασμάς στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cogliere, picco, piccone, raccogliere, kasmas

κασμάς στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
física, aferroar, picar, colher, picareta, arrancar, tirar, kasmas

κασμάς στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
knabbelen, keur, keus, afrukken, optie, afkluiven, afbreken, keuze, houweel, tokkelen, steken, wegscheuren, afplukken, verkiezing, priemen, pikken, kasmas

κασμάς στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продалбливать, нарвать, выбор, искать, разрыхлять, подбирать, сортировать, пробуравливать, схватывать, обгладывать, выбирать, научиться, рвать, сковыривать, звездочки, обирать, kasmas

κασμάς στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hakke, plukke, kasmas

κασμάς στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plocka, kasmas

κασμάς στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kerätä, poimia, perata, pistää, valinta, tonkia, noukkia, nokkia, kasmas

κασμάς στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plukke, kasmas

κασμάς στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
česat, obírat, sebrat, sbírat, špičák, šťárat, zvolit, očesat, krumpáč, ohryzat, vzít, vybírat, rýpat, nasbírat, přebírat, škubat, kasmas

κασμάς στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ryć, wybrać, skubać, wypróżniać, kilof, wystrzelać, zbierać, motyka, szpicak, sortować, odbierać, kopać, wybierać, zerwać, wydłubać, zrywać, kasmas

κασμάς στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogpiszkáló, kasmas

κασμάς στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
devşirmek, kasmas

κασμάς στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скубти, збирати, знімати, протикати, дражнити, є, kasmas

κασμάς στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kasmas

κασμάς στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
kasmas

κασμάς στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
kasmas

κασμάς στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirka, valima, noppima, kasmas

κασμάς στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
birati, bockati, pijuk, probušiti, kupiti, brati, kasmas

κασμάς στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kasmas

κασμάς στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kasmas

κασμάς στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izeja, izvēle, kasmas

κασμάς στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плектрум, kasmas

κασμάς στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
târnăcop, kasmas

κασμάς στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kasmas

κασμάς στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kasmas
Τυχαίες λέξεις