Уходящий στα ελληνικά
Μετάφραση: уходящий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινωνικός, εκδηλωτικός, εξωστρεφής, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα
Μεταφράσεις
- аукционист στα ελληνικά - δημοπράτης, εκπλειστηριαστή, δημοπράτη, εκπλειστηριαστής, διοργανωτής της δημοπρασίας
- горбить στα ελληνικά - αψίδα, καμπύλη, καμπυλώνω, κυρτώνω, καμπούρα, εξογκώματος, εξόγκωμα, ...
- грандиозность στα ελληνικά - μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια, πομπώδες, μεγαλείου, ιδέες μεγαλείου
- динозавр στα ελληνικά - δεινόσαυρος, δεινοσαύρων, δεινόσαυρο, δεινοσαύρου, δεινόσαυρου
Τυχαίες λέξεις
Уходящий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινωνικός, εκδηλωτικός, εξωστρεφής, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα
Μεταφράσεις: κοινωνικός, εκδηλωτικός, εξωστρεφής, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα