Λέξη: διάλογος

Σχετικές λέξεις: διάλογος

διάλογος μπαλτακου, διάλογος συνώνυμα, διάλογος μηλίων και αθηναίων, διάλογος και δημοκρατία, διάλογος μπαλτάκου κασιδιάρη, διάλογος έκθεση, διάλογος των μηλίων, διάλογος αθηναίων-μηλίων, διάλογος στο σκοτάδι, διάλογος ετυμολογία

Συνώνυμα: διάλογος

συνομιλία, ομιλία

Μεταφράσεις: διάλογος

διάλογος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dialogue, debate, dialog, dialogue is, a dialogue

διάλογος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
coloquio, conversación, diálogo, el diálogo, un diálogo, de diálogo, del diálogo

διάλογος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zwiegespräch, gespräch, dialog, Dialog, Dialogs, den Dialog

διάλογος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concertation, dialogue, causerie, abouchement, négociation, colloque, entretien, conversation, le dialogue, un dialogue, du dialogue, de dialogue

διάλογος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dialogo, il dialogo, un dialogo, di dialogo, del dialogo

διάλογος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dialogar, diálogo, o diálogo, do diálogo, de diálogo, um diálogo

διάλογος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tweegesprek, dialoog, tweespraak, de dialoog, overleg, een dialoog, dialoog te

διάλογος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
диалог, разговор, диалога, диалогу, общение, диалоговое

διάλογος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dialog, dialogen

διάλογος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förhandling, dialog, dialogen, en dialog

διάλογος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vuoropuhelu, dialogi, keskustelu, vuoropuhelua, vuoropuhelun, vuoropuheluun, vuoropuhelussa

διάλογος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dialog, samtale, dialogen, en dialog

διάλογος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozmluva, dialog, rozhovor, dialogu, dialogové

διάλογος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
porozumienie, dialog, rozmówka, rozmowa, dialogu, dialogowe

διάλογος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
párbeszéd, dialógus, párbeszédet, párbeszédre, folytatott párbeszéd, párbeszédben

διάλογος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
diyalog, diyaloğu, diyaloğun, bir diyalog

διάλογος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
діалог, розмова, розмову, діалогу

διάλογος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dialog, dialogu, dialogut, dialogun, dialogu i

διάλογος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разговор, диалог, диалога, на диалога, диалогът

διάλογος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыялог, дыялёг

διάλογος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahekõne, dialoog, dialoogi, dialoogis, dialoogile

διάλογος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razgovor, dijaloga, dijalogu, dijalog, dijaloški

διάλογος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðræður, umræðu, samráð, samræður, skoðanaskipti

διάλογος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dialogas, derybos, dialogą, dialogo, dialogu, dialogui

διάλογος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sarunas, dialogs, dialogu, dialoga, dialogam, dialogā

διάλογος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дијалог, дијалогот, на дијалогот

διάλογος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
negociere, dialog, dialogul, dialogului, un dialog, de dialog

διάλογος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogovor, dialog, dialoga, dialogu, dialogom

διάλογος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dialóg, dialógu

Στατιστικά δημοτικότητας: διάλογος

Τυχαίες λέξεις