Участливый στα ελληνικά

Μετάφραση: участливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύσπλαχνος, πονόψυχος, καλόκαρδος, ζεστή, καλόκαρδοι, εγκάρδιο, καλόκαρδη
Участливый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • выжить στα ελληνικά - αντικαθιστώ, επιζώ, επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, να επιβιώσει, επιζήσουν
  • грохнуть στα ελληνικά - κρότος, μειώνομαι, γδούπος, ρανίδα, σταγόνα, βρόντος, βροντώ, ...
  • груз στα ελληνικά - ζαλίκι, φόρτωση, γεμίζω, βάρος, φορτίο, αποστολή, επιβίβαση, ...
  • жаловаться στα ελληνικά - κλοτσώ, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, μουγκρητό, στενάζω, μεμψιμοιρώ, μουγκρίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Участливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύσπλαχνος, πονόψυχος, καλόκαρδος, ζεστή, καλόκαρδοι, εγκάρδιο, καλόκαρδη