Λέξη: φαντάρος

Σχετικές λέξεις: φαντάρος

φαντάρος twitter, φαντάροσ αυτοκτόνησε, φαντάρος σκοτώθηκε, φαντάρος αυτοκτόνησε τη μέρα που η αδερφή του, φαντάρος ανακοινώνει στον πατέρα του ότι είναι gay, φαντάρος στην κύπρο, φαντάρος στίχοι, φαντάρος όνειρο, φαντάροσ έπαθε κρίση επιληψίασ μετά από βάρβαρο καψόνι, φαντάρος ετυμολογία

Συνώνυμα: φαντάρος

στρατιώτης, οπλίτης, πεζός

Μεταφράσεις: φαντάρος

φαντάρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
private, soldier, infantryman, a soldier, the army

φαντάρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
privado, soldado, soldado de, militar, soldados, del soldado

φαντάρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefreite, persönlich, privat, geheim, individuell, Soldat, Soldaten, soldier

φαντάρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
particulier, individuel, confidentiel, intime, soldat, privé, militaire, soldats, soldat de

φαντάρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
singolo, privato, soldato, militare, soldier, soldati

φαντάρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confidencial, prisioneiro, soldado, soldados, militar, soldier, soldado de

φαντάρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
individueel, besloten, hoofdelijk, persoonlijk, particulier, soldaat, militair, soldier, soldaten, krijgsman

φαντάρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
таинственный, келейный, уединенный, частный, рядовой, неофициальный, отделенный, частновладельческий, конфиденциальный, одинокий, личный, секретный, приватный, боец, солдат, солдата, солдатом, воин

φαντάρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
privat, soldat, soldaten, soldier, soldat som

φαντάρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
menig, privat, enskild, soldat, soldaten, soldat som

φαντάρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksilöllinen, sotamies, yksityinen, sotilas, soldier, sotilaan, sotilasta

φαντάρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
privat, soldat, soldaten, soldier, soldats

φαντάρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vojín, důvěrný, soukromý, privátní, voják, vojáku, vojáka, vojákem

φαντάρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szeregowy, ustronny, poufny, prywatny, tajny, prywata, szeregowiec, żołnierz, żołnierzem, żołnierza, żołnierzu, soldier

φαντάρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyéni, különjárat, magánterület, privát, katona, katonát, katonának, katonája

φαντάρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bireysel, kişisel, özel, asker, askeri, bir asker, askerin, soldier

φαντάρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
усамітнення, таємність, приватний, солдатів, солдат, вояків

φαντάρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
privat, ushtar, ushtar i, ushtari, ushtarë, ushtari i

φαντάρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
войник, воин, войници, войника

φαντάρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
салдат, салдатаў, жаўнераў

φαντάρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omavaheline, reamees, isiklik, sõdur, sõduri, sõdurit, sõjaväelane

φαντάρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vojnik, vojnika, je vojnik, vojniku

φαντάρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hermaður, hermaður að, hermaðurinn, hermaður sem, hermanni

φαντάρος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
privatus

φαντάρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
privatus, karys, kareivis, Eilinis, kariai, kareivius

φαντάρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
personisks, privāts, karavīrs, kareivis, karavīru, zaldāts

φαντάρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
војник, војникот, војник на, војници

φαντάρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intim, particular, individual, soldat, militar, ostaș, soldatul, soldatului

φαντάρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaseben, privátní, vojak, soldier, vojaka

φαντάρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
súkromný, vojak, vojaka, soldier

Στατιστικά δημοτικότητας: φαντάρος

Τυχαίες λέξεις