Учащийся στα ελληνικά
Μετάφραση: учащийся, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόκιμος, φοιτητής, φοιτήτρια, μαθήτρια, μαθητής, σπουδαστής, μαθητή, φοιτητή, σπουδαστών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беление στα ελληνικά - λεύκανση, λεύκανσης, whitening, τη λεύκανση, λεύκανση των
- броня στα ελληνικά - κράτηση, ένταλμα, επιφύλαξη, πανοπλία, θωράκιση, πανοπλίας, θωράκισης, ...
- брыкнуться στα ελληνικά - κλοτσώ, bryknutsya
- жаберный στα ελληνικά - βραγχιακός, βραγχιακής, βραγχιακό, βραγχιακή, βραγχιακών
Τυχαίες λέξεις
Учащийся στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόκιμος, φοιτητής, φοιτήτρια, μαθήτρια, μαθητής, σπουδαστής, μαθητή, φοιτητή, σπουδαστών
Μεταφράσεις: δόκιμος, φοιτητής, φοιτήτρια, μαθήτρια, μαθητής, σπουδαστής, μαθητή, φοιτητή, σπουδαστών