Λέξη: εγχειρίζω

Σχετικές λέξεις: εγχειρίζω

εγχειρίζω λεξικό

Συνώνυμα: εγχειρίζω

θίγω

Μεταφράσεις: εγχειρίζω

εγχειρίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
operate, encheirizo

εγχειρίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
actuar, funcionar, operar, encheirizo

εγχειρίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betreibt, eingeschaltet, arbeiten, steuern, operieren, funktionieren, bedienen, betätigen, encheirizo

εγχειρίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
travailler, manoeuvrer, desservir, turbiner, jouer, agir, opérer, opèrent, besogner, servir, fonctionner, oeuvrer, fonctionnement, opérons, opérez, encheirizo

εγχειρίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
funzionare, servire, operare, encheirizo

εγχειρίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
actuar, opere, funcionar, operar, ópera, encheirizo

εγχειρίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
functioneren, uitvoeren, werken, opereren, encheirizo

εγχειρίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заведовать, функционировать, разрабатывать, творить, эксплуатировать, работать, управлять, руководить, действовать, оперировать, encheirizo

εγχειρίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
operere, betjene, virke, encheirizo

εγχειρίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
manövrera, verka, operera, encheirizo

εγχειρίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimia, johtaa, käyttää, operoida, vaikuttaa, encheirizo

εγχειρίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fungere, arbejde, virke, encheirizo

εγχειρίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obsluhovat, operovat, fungovat, působit, účinkovat, spekulovat, pracovat, encheirizo

εγχειρίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obsługiwać, opracowywać, poruszać, pracować, eksploatować, operować, zadziałać, obowiązywać, funkcjonować, działać, encheirizo

εγχειρίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
encheirizo

εγχειρίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
encheirizo

εγχειρίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кермувати, функціонувати, дійте, працювати, діяти, encheirizo

εγχειρίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
encheirizo

εγχειρίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
encheirizo

εγχειρίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
encheirizo

εγχειρίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
opereerima, tegutsema, encheirizo

εγχειρίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prometovati, operirati, iskorištavati, upravljati, encheirizo

εγχειρίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
encheirizo

εγχειρίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dirbti, veikti, encheirizo

εγχειρίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strādāt, darboties, funkcionēt, encheirizo

εγχειρίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
encheirizo

εγχειρίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
encheirizo

εγχειρίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
účinkovat, encheirizo

εγχειρίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fungovať, operovať, encheirizo
Τυχαίες λέξεις