Λέξη: βανδαλισμός

Σχετικές λέξεις: βανδαλισμός

graffiti βανδαλισμός, βανδαλισμός ετυμολογία, γκράφιτι βανδαλισμός, βανδαλισμός ορισμός, βανδαλισμός στα σχολεία

Μεταφράσεις: βανδαλισμός

βανδαλισμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vandalism, criminal damage, in vandalism, vandalism on

βανδαλισμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vandalismo, el vandalismo, actos de vandalismo, actos vandálicos, de vandalismo

βανδαλισμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zerstörungswut, Vandalismus, Vandalismus zu, Zerstörungswut, mutwillige Beschädigung

βανδαλισμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vandalisme, le vandalisme, de vandalisme, actes de vandalisme, du vandalisme

βανδαλισμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vandalismo, atti vandalici, atti di vandalismo, vandalici, il vandalismo

βανδαλισμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vandalismo, vandalism, o vandalismo, de vandalismo, vandalismos

βανδαλισμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vandalisme, vernielingen, vernieling, vandalisme te

βανδαλισμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вандализм, варварство, вандализма, вандализмом, акты вандализма, вандализме

βανδαλισμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hærverk, vandalisme, skadeverk

βανδαλισμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vandalism, vandalisering, skadegörelse, skadegörelsen

βανδαλισμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vahingonteko, hävitysvimma, vandalismi, ilkivalta, ilkivallan, ilkivaltaa, vandalismia, vandalismin

βανδαλισμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vandalisme, hærværk, hær- værk, hærværket

βανδαλισμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vandalismus, vandalství, vandalismu, vandalismem, vandal

βανδαλισμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
demolować, barbarzyństwo, dewastacja, wandalizm, wandalizmu, wandalizmem, akty wandalizmu, przypadki wandalizmu

βανδαλισμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vandalizmus, rongálás, a vandalizmus, vandál, vandalizmust

βανδαλισμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vandalizm, vandallık, vandalizme, vandalism, barbarlık

βανδαλισμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вандалізм, вандализм

βανδαλισμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vandalizëm, vandalizmi, vandalizmin, vandale, vandalizmit

βανδαλισμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вандализъм, вандализма, хулиганство, вандалщина, вандалски

βανδαλισμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вандалізм, вандалізм суцэльны

βανδαλισμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vandalism, vandalismi, vandalismist, vandalismiga, vandalismi tõttu

βανδαλισμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vandalizam, vandalizma, vandalizam i

βανδαλισμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skemmdarverk, skemmdarverka, fyrir skemmdarverk, skemmdarverkum

βανδαλισμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vandalizmas, vandalizmo, vandalizmą, formų vandalizmas

βανδαλισμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vandalisms, vandālisms, vandālisma, vandālismu, vandalisma

βανδαλισμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вандализам, вандализмот, на вандализам, вандалско однесување

βανδαλισμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vandalism, vandalismului, de vandalism, acte de vandalism, vandalismul

βανδαλισμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vandalizem, vandalizma, vandalizmu, vandalizmom

βανδαλισμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vandalstva, vandalizmu, vandalizmus, vandalstvo, vandalstvu
Τυχαίες λέξεις