Фасон στα ελληνικά
Μετάφραση: фасон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόβω, μόδα, κόψιμο, διαμορφώνω, στύλος, ύφος, πλάθω, κοπή, σχηματίζω, στυλ, στιλ, το στυλ, τύπου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бифокальный στα ελληνικά - φακός με δυο εστίες, αμφιεστιακό, αμφιεστιακός, διεστιακά, διεστιακού
- гарнитура στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, Ακουστικά, Ακουστικό, Headset, ακουστικού
- демонстративно στα ελληνικά - προκλητικά, αψήφιστα
- драга στα ελληνικά - σέρνω, δίκτιο, βορβοροφάγος, εκβαθύνω, dredge, εκσκαφέων
Τυχαίες λέξεις
Фасон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόβω, μόδα, κόψιμο, διαμορφώνω, στύλος, ύφος, πλάθω, κοπή, σχηματίζω, στυλ, στιλ, το στυλ, τύπου
Μεταφράσεις: κόβω, μόδα, κόψιμο, διαμορφώνω, στύλος, ύφος, πλάθω, κοπή, σχηματίζω, στυλ, στιλ, το στυλ, τύπου