Λέξη: γωνιακός

Σχετικές λέξεις: γωνιακός

γωνιακός καναπές προσφορά, γωνιακός τροχός μικρός, γωνιακός νεροχύτης, γωνιακός καναπές-κρεβάτι, γωνιακός τροχός, γωνιακός τροχός 125, γωνιακός τροχός 230mm, γωνιακός τροχός pws 125 a1, γωνιακός καναπές, γωνιακός καναπές διαστάσεις

Μεταφράσεις: γωνιακός

γωνιακός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
angular, angle, corner, elbow, bevel

γωνιακός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anguloso, angular, esquinado, angulares, angular de, ángulo, cinético

γωνιακός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knochig, steif, hager, winklig, eckig, barsch, kantig, Winkel, Dreh, Schräg

γωνιακός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anguleux, osseux, angulaire, angle, angulaires, angulaire de

γωνιακός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
angoloso, angolare, angolari, angolo, ad angolo, obliquo

γωνιακός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
angular, angulares, ângulo, angular de, de ângulo

γωνιακός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kantig, hoekig, hoekige, hoek, hoek-, hoekstand

γωνιακός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
худой, костлявый, угловой, неловкий, угловатый, краеугольный, угловая, угловое, углового, угловые

γωνιακός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kantet, vinkel, kantete, kantede, vinkelformet

γωνιακός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kantig, vinkel-, vinkel, kantiga, vink

γωνιακός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kulmikas, kulma, kulma-, kulman

γωνιακός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kantet, kantede, vinkelposition, vinkelmæssige, vinklet

γωνιακός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úhlový, kostnatý, hranatý, rohový, úhlové, úhlová, kosoúhlým

γωνιακός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kościsty, narożny, kątowy, kanciasty, kątowe, kątowa

γωνιακός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szögletes, szög, ferde, szögben, ferde hatásvonalú

γωνιακός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köşeli, açısal, açılı, açı, eğik

γωνιακός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
худою, кутастий, кутовій, худий, худорлявою, кутова, угловая

γωνιακός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këndor, këndore, kendore, këndore e, i ngathët

γωνιακός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ъглов, ъглова, ъглово, ъгловата, ъгловото

γωνιακός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кутняя, вуглавая

γωνιακός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nurgeline, nurga, nurk, pöördenurga, pöördenurga vahel

γωνιακός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koščat, mršav, ugaoni, uglat, oštar, nezgrapan, kutni, kutna, kutne, kutno, kutnog

γωνιακός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hyrndur, skörpum, hallastaða, klunnalegum, hyrnd

γωνιακός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kampinis, kampinė, kampuotas, kampiniam, kampinės

γωνιακός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
leņķa, leņķiskais, leņķiskā, leņķiskās, leņķiskai

γωνιακός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аголна, аголен, аголната, аголни, аголно

γωνιακός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
unghiular, unghiulară, unghiulare, unghiulara, cinetic

γωνιακός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kotna, kotno, kotni, kotne, vrtilna

γωνιακός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kostnatý, hranatý, uhlový, úhlový, uhlovú, rohový

Στατιστικά δημοτικότητας: γωνιακός

Τυχαίες λέξεις