Феноменальный στα ελληνικά
Μετάφραση: феноменальный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπληκτικός, εξαιρετικός, φαινομενικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό
Μεταφράσεις
- аккумулировать στα ελληνικά - συσσωρεύω, διατηρώ, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- безмерность στα ελληνικά - αχανές, απεραντοσύνη, απεραντοσύνης, την απεραντοσύνη, τεράστιου
- возмутительно στα ελληνικά - εξωφρενικά, σκανδαλωδώς, outrageously, εξοργιστικά, προκλητικά
- воспалительный στα ελληνικά - εμπρηστικός, φλεγμονώδη, φλεγμονώδεις, φλεγμονωδών, φλεγμονώδους, φλεγμονώδης
Τυχαίες λέξεις
Феноменальный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπληκτικός, εξαιρετικός, φαινομενικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό
Μεταφράσεις: εκπληκτικός, εξαιρετικός, φαινομενικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό