Λέξη: ανάληψη

Σχετικές λέξεις: ανάληψη

ανάληψη υπηρεσίας, ανάληψη βύρωνα, ανάληψη καθηκόντων νέων δημάρχων, ανάληψη από atm εξωτερικού, ανάληψη πήλιο, ανάληψη χερσονήσου, ανάληψη καθηκόντων δικαστικών αντιπροσώπων, ανάληψη ευθύνης, ανάληψη ραφήνας, ανάληψη θεσσαλονίκης

Συνώνυμα: ανάληψη

ανάβαση, υπόθεση, κοίμηση της θεοτόκου, αξίωση, κοίμησις, επανάληψη, ανασύνδεση, απόσυρση, ανάκληση, αποχώρηση, αφαίρεση, τράβηγμα, επιχείρηση, νεκροπομπός

Μεταφράσεις: ανάληψη

ανάληψη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
withdrawal, assumption, undertaking, taking, taking up

ανάληψη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retirada, asunción, suposición, presunción, supuesto, supuesto de

ανάληψη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sezession, abhebung, entzug, ausscheiden, entziehung, rückzug, trennung, Übernahme, Annahme, Voraussetzung, Vermutung

ανάληψη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
retrait, rappel, sécession, retraite, forfait, révocation, abandon, désistement, repli, désaveu, hypothèse, supposition, postulat, supposant, prise en charge

ανάληψη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ritirata, ritiro, assunzione, presupposto, ipotesi, assunto, supposizione

ανάληψη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suposição, hipótese, pressuposto, pressuposto de, assunção

ανάληψη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderstelling, veronderstelling, aanname, hypothese, uitgegaan

ανάληψη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отток, вывод, отход, отозвание, аннулирование, выход, отдергивание, отведение, уход, отзыв, увод, снятие, отвлечение, изъятие, отнятие, удаление, предположение, допущение, предположения, предположение о

ανάληψη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
antakelsen, antagelse, antagelsen, antakelse, forutsetningen

ανάληψη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
återtåg, antagande, antagandet, förutsättning, antas, antaganden

ανάληψη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nosto, olettamus, oletus, oletukseen

ανάληψη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
antagelse, forudsætning, formodning, antagelsen

ανάληψη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odvolání, ústup, odchod, odnětí, stažení, předpoklad, předpokladem, předpokladu, převzetí

ανάληψη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wycofanie, odwołanie, cofnięcie, podjęcie, odwrót, wycofywanie, wypłacenie, założenie, przypuszczenie, założeniem, założenia

ανάληψη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visszavonulás, feltevés, feltételezés, feltételezésen, feltételezést, feltételezése

ανάληψη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayrılma, varsayım, varsayımı, varsay, bir varsayım

ανάληψη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вилучати, відзивати, забрати, відкликати, забирати, припущення

ανάληψη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërheqje, supozim, supozimi, supozim i, supozimin, supozimi i

ανάληψη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предположение, допускане, поемане, предположението

ανάληψη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
авадзень, здагадка, здагадку, меркаванне, меркаваньне

ανάληψη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eeldus, oletus, eeldusel, eeldusest

ανάληψη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opoziv, odlazak, izuzeće, oduzimanje, odustajanje, pretpostavka, pretpostavke, pretpostavku, je pretpostavka, pretpostavci

ανάληψη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forsenda, forsendu, ráð fyrir, yfirtöku, Forsendan

ανάληψη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prielaida, prielaidą, prielaidos, prisiėmimas

ανάληψη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieņēmums, pieņēmumu, uzņemšanās

ανάληψη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претпоставката, претпоставка, преземање, претпоставки, претпоставува

ανάληψη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
presupunere, ipoteză, ipoteza, presupunerea, asumarea

ανάληψη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
predpostavka, domneva, predpostavko, vnebovzetja

ανάληψη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ústup, skončení, predpoklad, predpokladom, predpokladu, domnienku, podmienkou

Στατιστικά δημοτικότητας: ανάληψη

Τυχαίες λέξεις