Λέξη: κολάζω

Σχετικές λέξεις: κολάζω

κολάζω ετυμολογία, κολάζω παράγωγα, κολάζω αρχικοί χρόνοι, κολάζω αρχαία, κολάζω συνωνυμα

Συνώνυμα: κολάζω

ψιλοκόβω, λιανίζω, μάσσω, ακκίζομαι, παιδεύω, εξαγνίζω

Μεταφράσεις: κολάζω

κολάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chasten, mince

κολάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
castigar, castigo a, castigo a todos, castigo a todos los, disciplino

κολάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zügeln, züchtige, züchtigen, chasten, züchtige ich

κολάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épurer, punir, raffiner, assagir, corriger, châtier, châtie, châtie tous, chasten

κολάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
punire, castigare, castigo, li castigo, castigo tutti, chasten

κολάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
castigar, castigo a, castigo a todos, disciplino, disciplino a

κολάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kuisen, kastijd, tuchtig, chasten, bestraf

κολάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наказывать, очищать, сдерживать, наказать, дисциплинировать, карать, покарать, наказываю

κολάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
chasten, tukter, tukte

κολάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
agar, tuktar, tuktar alla

κολάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kurittaa, lieventää, ojentaa, kuritan, antaa jklle opetus

κολάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tugter, revse

κολάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tříbit, trestat, napravit, kárat, trestám, tresci, trestám ty

κολάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karać, utemperować, ukarać, oczyszczać, ustatkować się, karzę, ćwiczę, smagam

κολάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfenyít, megfenyítem, fegyelmez

κολάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sadeleştirmek, chasten, basitleştirmek, terbiye, terbiye etmek

κολάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
покарати, дисциплінуйте, очищати, здержувати, стримувати, стримуватиме, стримуватимуть

κολάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndëshkoj rëndë, ndëshkoj, i ndëshkoj, zbut

κολάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наказвам, частен, ограничавам

κολάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стрымліваць

κολάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nuhtlema, puhastama, karistan, karistan kõiki, Annab jklle haridus

κολάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ukoriti, profiniti, pročistiti, kazniti, ukrotiti, odgajam, odgajam one, odgajam one koje ljubim, odgajam one koje

κολάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aga, lítillættir

κολάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bausti, drausminu, Atgrasyti, drausminti

κολάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārmācīt, pārmācu, labot, sodīt

κολάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наказвам

κολάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cizela, pedepsesc pe toți aceia, pedepsesc pe toți, pedepsesc pe, pedepsesc pe toti aceia

κολάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prestat, kárat, Profiniti

κολάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kárať, karhať, kárat, dohovárať, trestať
Τυχαίες λέξεις