Хвойный στα ελληνικά
Μετάφραση: хвойный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κωνοφόρος, κωνοφόρα, κωνοφόρων, των κωνοφόρων, από κωνοφόρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апеллянт στα ελληνικά - αναιρεσείουσα, αναιρεσείων, αναιρεσείουσας, αναιρεσείοντος, προσφεύγουσα
- биогеография στα ελληνικά - βιογεωγραφία, βιογεωγραφίας, τη βιογεωγραφία, biogeography, της βιογεωγραφίας
- галеас στα ελληνικά - Γαλεάσσα
- гласный στα ελληνικά - κοινός, φωνήεν, φωνήεντος, φωνηέντων, το φωνήεν, φωνήεντα
Τυχαίες λέξεις
Хвойный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κωνοφόρος, κωνοφόρα, κωνοφόρων, των κωνοφόρων, από κωνοφόρα
Μεταφράσεις: κωνοφόρος, κωνοφόρα, κωνοφόρων, των κωνοφόρων, από κωνοφόρα