Λέξη: σάντουιτς

Σχετικές λέξεις: σάντουιτς

σάντουιτς παγωτό, σάντουιτς με αυγό, σάντουιτς με σολομό, σάντουιτς θερμίδες, σάντουιτς με τόνο, σάντουιτς νηστίσιμα, σάντουιτς με καπνιστό σολομό, σάντουιτς με κοτόπουλο, σάντουιτς συνταγές, σάντουιτς με αραβική πίτα

Μεταφράσεις: σάντουιτς

σάντουιτς στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sandwich, sandwiches, a sandwich, the sandwich, sandwiched

σάντουιτς στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bocadillo, sandwich, sándwich, emparedado, sándwich de

σάντουιτς στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusammenpressen, einklemmen, butterbrot, sandwich, Sandwich

σάντουιτς στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sandwich, en sandwich, sandwichs, sandwich à, sandwiches

σάντουιτς στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
panino, tramezzino, sandwich, a sandwich, sandwich di, panino di

σάντουιτς στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sanduíche, lixar, sandwich, sanduíche de, de sanduíche, sandes

σάντουιτς στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sandwich, boterham, broodje, sandwich van, De sandwich

σάντουιτς στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бутерброд, сандвич, сэндвич, сандвича

σάντουιτς στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smørbrød, sandwich

σάντουιτς στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smörgås, sandwich

σάντουιτς στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voileipä, sandwich, voileivän

σάντουιτς στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sandwich

σάντουιτς στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chlebíček, sendvič, sandwich, sendvičové, sendvičový, sendvičová

σάντουιτς στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kanapka, wtłaczać, okładać, sandwich, kanapki, kanapkę, kanapk

σάντουιτς στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szendvics, szendvicset, sandwich

σάντουιτς στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sandviç, Sandwich, bir sandviç

σάντουιτς στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бутерброд, сандвіч, сендвіч, сендвич

σάντουιτς στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sanduiç, sandviç, sanduiç të, sandwich, sanduiç i

σάντουιτς στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сандвич, сандвича, сандвичи

σάντουιτς στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сэндвіч

σάντουιτς στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võileib, sandwich, võileiva, võileiba

σάντουιτς στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sendvič, umetnuti, sandwich, sendviča, sendvič s, sendvič sa

σάντουιτς στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samloku, Sandwich, samloka, samlokugrill, í Sandwich

σάντουιτς στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sumuštinis, sandwich, sumuštiniai, sumuštinių, sumuštinį

σάντουιτς στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sviestmaize, sendvičs, sviestmaižu, sviestmaizi, sandwich

σάντουιτς στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сендвич, сендвичи, сендвичот, за сендвичи

σάντουιτς στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sandviş, sandwich, tip sandwich, sandviș, de tip sandwich, sandwich cu

σάντουιτς στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sendvič, sandwich, sendviče, za sendviče, sendvič za

σάντουιτς στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sendvič, sandwich

Στατιστικά δημοτικότητας: σάντουιτς

Τυχαίες λέξεις