Чахлый στα ελληνικά
Μετάφραση: чахлый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλάσθενος, ισχνός, φτωχός, πενιχρός, ασήμαντος, αδύνατος, καημένος, καχεκτική, υπανάπτυκτα, σταματημένη, αναχαιτίσει την, κατσιασμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездорожный στα ελληνικά - roadless
- вешание στα ελληνικά - ανακοπή, ανάρτηση, αναστολή, εναιώρημα, αναστολής, αιώρημα
- виртуозность στα ελληνικά - δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνίας, τη δεξιοτεχνία, η δεξιοτεχνία, βιρτουοζιτέ
- внутриглазной στα ελληνικά - ενδοφθάλμια, ενδοφθάλμιας, ενδοφθάλμιο, της ενδοφθάλμιας, ενδοφθάλμιος
Τυχαίες λέξεις
Чахлый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλάσθενος, ισχνός, φτωχός, πενιχρός, ασήμαντος, αδύνατος, καημένος, καχεκτική, υπανάπτυκτα, σταματημένη, αναχαιτίσει την, κατσιασμένα
Μεταφράσεις: φιλάσθενος, ισχνός, φτωχός, πενιχρός, ασήμαντος, αδύνατος, καημένος, καχεκτική, υπανάπτυκτα, σταματημένη, αναχαιτίσει την, κατσιασμένα