Λέξη: ιδίως
Σχετικές λέξεις: ιδίως
ιδίως λεξικο, ιδίως συνώνυμα, ιδίως συνώνυμο
Μεταφράσεις: ιδίως
ιδίως στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
particularly, especially, particular, notably, in particular
ιδίως στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
particularmente, especialmente, en particular, particular, todo
ιδίως στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zumal, besonders, teilweise, genauer, insbesondere, vor allem, allem, speziell
ιδίως στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
notamment, spécialement, principalement, surtout, nommément, particulièrement, en particulier, particulier
ιδίως στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
particolarmente, sopratutto, particolare, in particolare, soprattutto, specialmente
ιδίως στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
principalmente, sobretudo, particularmente, especialmente, particular, nomeadamente, especial
ιδίως στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inzonderheid, vooral, bijzonder, name, met name, het bijzonder
ιδίως στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
особенно, отдельно, особо, индивидуально, очень, подробно, лично, детально, частности, в частности
ιδίως στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
særlig, spesielt, meget
ιδίως στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
särdeles, särskilt, speciellt, synnerhet, i synnerhet, framför allt
ιδίως στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eritoten, nimenomaan, erikoisen, varsinkin, erityisesti, erityisen, erittäin, etenkin
ιδίως στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
især, navnlig, særlig, særligt, specielt
ιδίως στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zvlášť, zvláště, obzvláště, zejména, především
ιδίως στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczególnie, szczegółowo, zwłaszcza, szczególności, w szczególności, przede
ιδίως στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiváltképpen, különösen, különösen a, különös, elsősorban
ιδίως στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özellikle, özellikle de, özel, başta
ιδίως στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дуже, дуже-дуже, надзвичайно, особисто, докладно, особливо
ιδίως στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryesisht, veçanërisht, sidomos, posaçërisht, veçanti, në veçanti
ιδίως στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
особено, специално, конкретно
ιδίως στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
асабліва
ιδίως στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eriti, iseäranis, eelkõige, eeskätt, eriliselt
ιδίως στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posebno, veoma, potanko, naročito, napose, vrlo, osobito, posebice, pogotovo
ιδίως στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einkum, sérstaklega, sérlega, lagi, síst
ιδίως στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
maxime, praecipue
ιδίως στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ypač, visų pirma, itin, ypatingai
ιδίως στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īpaši, sevišķi, jo īpaši, it īpaši, jo
ιδίως στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
особено, посебно, особено во, а особено
ιδίως στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
în special, deosebit de, mai ales, in special, special în
ιδίως στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posebej, zlasti, še posebej, posebno, predvsem
ιδίως στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvlášť, obzvlášť, najmä, osobitne, predovšetkým