Λέξη: αυλός

Σχετικές λέξεις: αυλός

αυλός πυρόσβεσης, αυλός νότες, αυλός κάνης, αυλός ψεκασμού, αυλόσ θεσσαλονίκη, αυλός του πάνα, αυλός εντέρου, αυλός ψεκαστικού, αυλός του πανός, αυλός της γνώσης, μαγικός αυλός

Συνώνυμα: αυλός

φλογέρα, όμποε, οξυβόας, οξύαβλος, σωλήνας, αγωγός, σωλήν, πίπα, πίπα καπνίσματος, καλάμι, κάλαμος, γλωσσίδι μουσικού οργάνου, φλάουτο, πίπιζα, ράβδωση

Μεταφράσεις: αυλός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flute, pipe, reed, lumen, aulos
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conducto, pipa, cañón, tubo, caño, estría, flauta, la flauta, flauta de, de flauta, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rohre, pfeifenkopfschlüssel, kannelierung, röhre, rohrleitung, pfeife, rohr, flöte, schlauch, nuten, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coulisse, tuyau, tuyauterie, canon, canule, conduite, rainure, conduit, tubulure, flûte, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
canna, pipa, tubo, condotto, flauto, Flute, Flute da, scanalatura, il flauto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tubagem, líquido, pioneiro, cachimbo, tubulação, canudo, tubo, condutas, cano, flauta, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kanaal, steel, fluit, roer, leidingen, pijp, slang, buis, tabakspijp, loop, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
свирель, радиатор, пение, свистать, насвистывать, трубка, флейтист, трубопровод, волынка, желобить, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rør, fløyte, fløyten, fløyta, flute
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rör, pipa, ledning, flöjt, flöjten, flute, tvärflöjt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
torvi, uurre, pilli, kirkua, huilu, kouru, putket, putki, ränni, johto, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rør, pibe, fløjte, fløjten, flute, tværfløjte
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trubička, trubka, roura, potrubí, fajfka, rýha, trubice, žlábek, píšťala, dýmka, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rura, potok, fajka, rowek, żłobina, dudka, skanalizować, lulka, duda, rurka, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
furulya, fuvola, fuvolára, fuvolán, fuvolát
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüp, boru, flüt, flute, oluk, flütü, yiv
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плата, флейта, флейтист, свистіти
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fyell, flaut, flautit, të flautit, flauti
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
флейта, тръба, флейтата, свирката, свирка, на свирката
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
флейта, флейтаў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
soon, piip, puhkpill, uure, lõõr, flööt, flöödile, flöödi, flute, flööti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
frula, cjevovod, svirala, lula, flauta, cijev, pištaljka, flautu, flaute, žlijeb
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flautu, flauta, flautuleikari, flautan, flûte
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
calamus, canalis
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fleita, vamzdis, pypkė, vamzdynas, fleitai, flute, fleitos, daryti griovelius
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
flauta, pīpe, caurule, flute, flautas, flautai, flautists
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
флејта, кавал, флејтата, шупелка, кавалот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tub, flaut, ţeavă, pipă, fluier, flute, flaut de, flautul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
piščalka, cev, flavta, flavto, flavte, piščal, flute
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fajka, trubka, trubička, flauta, flétna, flautu

Στατιστικά δημοτικότητας: αυλός

Τυχαίες λέξεις