Штормовка στα ελληνικά
Μετάφραση: штормовка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσαμάς, ανοράκ, αδιάβροχο, μουσαμά, από μουσαμά, αδιάβροχα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благоухание στα ελληνικά - οσμή, άρωμα, ευωδιά, αρώματος, αρωμάτων, αρώματα
- блевотина στα ελληνικά - ξερνώ, κάνω εμετό, ξέρασμα, εμετό, κάνει εμετό, να κάνει εμετό
- вероотступничество στα ελληνικά - αποστασία, αποστασίας, την αποστασία, η αποστασία, της αποστασίας
- единственно στα ελληνικά - μόνο, απλώς, αποκλειστικά, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για
Τυχαίες λέξεις
Штормовка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσαμάς, ανοράκ, αδιάβροχο, μουσαμά, από μουσαμά, αδιάβροχα
Μεταφράσεις: μουσαμάς, ανοράκ, αδιάβροχο, μουσαμά, από μουσαμά, αδιάβροχα