Λέξη: επιτομή
Σχετικές λέξεις: επιτομή
επιτομή σημασία, επιτομή διοικητικού δικαίου, επιτομή εμπορικού δικαίου, επιτομή ορισμός, επιτομή του μεγάλου λεξικού της ελληνικής γλώσσης, επιτομή γενικού ενοχικού δικαίου, επιτομή εμπορικού δικαίου αναστασόπουλος, επιτομή λεξικό, επιτομή λεξικού κριαρά, επιτομή συνώνυμα
Συνώνυμα: επιτομή
σύνοψη, περίληψη, απόσπασμα, σύντμηση, περικοπή, συντόμευση, επιτομή μορφή ή έκδοση, συνεπτυγμένη μορφή ή έκδοση
Μεταφράσεις: επιτομή
επιτομή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
epitome, compendium, abstract, abridgement, digest
επιτομή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prototipo, epítome, compendio, personificación, arquetipo, paradigma
επιτομή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prototyp, abriss, auszug, inhaltsangabe, inbegriff, muster, handbuch, paradigma, Inbegriff, schlechthin, Epitome, Verkörperung, Ausbund
επιτομή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
modèle, spécimen, abrégé, prototype, sommaire, type, exemple, standard, récapitulation, paradigme, compendium, résumé, quintessence, incarnation, épitomé, summum
επιτομή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
paradigma, epitome, sinonimo, quintessenza, compendio, incarnazione
επιτομή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
protótipo, epítome, resumo, síntese, epíteto, personificação
επιτομή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prototype, samenvatting, uittreksel, belichaming, epitome, verpersoonlijkte epitome
επιτομή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
извлечение, конспект, сокращение, набор, резюме, образец, воплощение, воплощением, олицетворением, олицетворение
επιτομή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
resymé, innbegrepet, epitome, symbolet, selve symbolet
επιτομή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
symbol, epitomen, koncentrat, symbolen, personified epitomen
επιτομή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käsikirja, prototyyppi, hakemisto, perikuva, ruumiillistuma, epitome, lyhennelmä, Läpileikkaus
επιτομή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indbegrebet, epitome, essensen, er indbegrebet
επιτομή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
souhrn, přehled, výtah, kompendium, vzor, ztělesnění, prototyp, ztělesněním, typický, typický představitel
επιτομή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uosobienie, skrót, wzór, streszczenie, kompendium, ucieleśnienie, typowy przykład, uosobieniem, typowy
επιτομή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kompendium, összegzés, kivonat, megtestesítője, epitome, megtestesülése
επιτομή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özet, epitome, ve Özet, simgesidir, timsalidir
επιτομή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
резюме, компендіум, скорочення, набор, конспект, витяг, випис, набір, втілення, здійснення
επιτομή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mishërim, mishërimi, konspekt, mishërim i
επιτομή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
компендиум, конспект, парадигма, въплъщение, образец, резюме, олицетворение
επιτομή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўвасабленне, увасабленне, ажыццяўленне, ўвасабленьне, увасабленьне
επιτομή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kogumik, kokkuvõte, lühikokkuvõte, epitoom, epitome, Ruumiillistuma, kehastus, võrdkuju
επιτομή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvod, pregled, sadržaj, ovaploćenje, sadrzaj, simbol, kratak izvod, sinonim
επιτομή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ímynd, ensku ímynd
επιτομή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prototipas, konspektas, įkūnijimas, įsikūnijimas, buvę, įkūnija
επιτομή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prototips, izvilkums, iemiesojums, konspekts, iemiesojumu, iemieso
επιτομή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
парадигма, олицетворение, персонификација, апстрактниот модул
επιτομή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prototip, rezumat, SUMAR, simbol, rezumatul, este rezumatul
επιτομή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
utelešenje, sinonim, epitome, Ovaploćenje, izleček
επιτομή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kompendium, stručný, stelesnenie, stelesnenia, ztelesnenie, stelesnením
Τυχαίες λέξεις