Штукатурка στα ελληνικά

Μετάφραση: штукатурка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γύψος, λευκοπλάστης, σοβάς, γύψο, σοβά, γύψου
Штукатурка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • башибузук στα ελληνικά - bashi
  • вальцовка στα ελληνικά - τροχαίο, κύλισης, κυλιόμενο, έλασης, κυλιόμενου
  • выкапывание στα ελληνικά - κέντρισμα, σκάβω, σαρκασμός, νύξη, ανασκαφή, εκσκαφή, εκσκαφής, ...
  • завариться στα ελληνικά - έχε, έχω, ετοιμάζω, βρασμού, ρόφημα, μπύρα, παρασκευάζει
Τυχαίες λέξεις
Штукатурка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γύψος, λευκοπλάστης, σοβάς, γύψο, σοβά, γύψου