Λέξη: μίασμα

Σχετικές λέξεις: μίασμα

συφιλιδικό μίασμα, μίασμα wiki, μίασμα βικιπαιδεια, μίασμα ορισμός, μίασμα συνωνυμο, μίασμα έννοια, το μίασμα, ψωρικό μίασμα

Συνώνυμα: μίασμα

λοιμός, επιδημία, επιβλαβές φυτό, βάσανο, ιός, μικρόβιο, δηλητήριο, μετάδοση, μόλυνση, μεταδοτική αρρώστεια

Μεταφράσεις: μίασμα

μίασμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contamination, miasma, contagion, pest, defilement

μίασμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contaminación, miasma, miasmas, el miasma, los miasmas, miasma de

μίασμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ansteckung, kontamination, verseuchung, umweltbelastung, vergiftung, Miasma, Miasmen, Miasmas, Pesthauch

μίασμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contamination, pollution, infection, miasme, miasmes, miasma, des miasmes, les miasmes

μίασμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contaminazione, inquinamento, miasma, miasmi, del miasma, il miasma

μίασμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poluição, contaminação, miasma, miasmas, miasmática, dos miasmas, do miasma

μίασμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vervuiling, verontreiniging, miasma, miasme, moerasdamp, ongezonde uitwaseming

μίασμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
загрязнение, разложение, заражение, контаминация, осквернение, порча, миазмы, миазма, миазм, миазмами

μίασμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forurensning, kontaminering, miasma

μίασμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förorening, Miasman, miasmaen, miasma

μίασμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saastuminen, myrkkyhöyry, miasma, lamauttava, lamauttava vaikutus

μίασμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Miasma, dunst

μίασμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
znečištění, zamoření, kontaminace, nakažení, miazma, miasma

μίασμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zatrucie, skażenie, zanieczyszczenie, kontaminacja, miazmat, miasma, opary

μίασμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szennyezés, miazma, kigőzölgése, miasma, ártalmával, ártalmas kigőzölgés

μίασμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
miyasma, miasma, pis hava, pis havası, mikroplu hava

μίασμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осквернення, контамінація, псування, плюндрування, міазми

μίασμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
atmosferë mbytëse, duhmë e helmët, ambient infektues

μίασμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замърсяване, миазма, вредно изпарение, заразно изпарение

μίασμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
міязмаў

μίασμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saastumine, reostus, mädanikuaur, miasm, mädanikuaurule, Lamauttava mõju, Mürgise auru

μίασμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaraza, zaraženost, kontaminirano, onečišćenje, miazma, moralno neprihvatljiva pokvarenost, pokvarenost

μίασμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mengun, miasma

μίασμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
miazmos, Miazmat, Smirdoņa, Žalingi garavimas

μίασμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smirdoņa, miasmi

μίασμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
миазма

μίασμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
duhoare, miasma, miasmă

μίασμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
miasma

μίασμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
miazma
Τυχαίες λέξεις