Λέξη: αρχαίος
Σχετικές λέξεις: αρχαίος
αρχαίος αργαλειός, αρχαίος δήμος της αττικής, αρχαίος έλληνας ανθοπώλης από την αθήνα, αρχαίος αττικός δήμος, αρχαίος ναός, αρχαίος ελληνικός χαιρετισμός, αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, αρχαίος πειραιάς, αρχαίος δήμος μελίτης, αρχαίος λόγος
Συνώνυμα: αρχαίος
παλαιός, περασμένος
Μεταφράσεις: αρχαίος
αρχαίος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
archaic, ancient, olden, antique, an ancient, the ancient
αρχαίος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arcaico, antiguo, antigua, la antigua, antiguos, antiguas
αρχαίος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
archaisch, veraltet, altertümlich, alt, uralt, alten, alte, antiken
αρχαίος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
archaïque, antique, ancien, ancienne, anciens, anciennes
αρχαίος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arcaico, antico, antica, dell'antica, antiche, antichi
αρχαίος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arcaico, antigo, antiga, antiguidades, antigos, antigas
αρχαίος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verouderd, archaïsch, oude, oud, oudheden, het oude, de oude
αρχαίος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
устарелый, устаревший, архаический, древний, древняя, древней, древние, древнее
αρχαίος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eldgammel, gamle, gammel, antikke, gammelt
αρχαίος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
antika, forn, gamla, forntida, gammal
αρχαίος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
entisajan, ikivanha, muinainen, antiikkinen, antiikin, muinaisen, muinaiset, ancient
αρχαίος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gammel, gamle, antikke, det gamle, oldtidens
αρχαίος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
archaický, starobylý, zastaralý, starověký, starověkých, starobylá, starý
αρχαίος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
archaiczny, starożytny, antyczny, starożytnej, ancient, starożytne
αρχαίος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ódon, ősi, ókori, régi, õsi, az ősi
αρχαίος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eski, antik, eski bir, kadim, tarihi
αρχαίος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
архаїчний, древній, стародавній, давній, древнє, стародавнє
αρχαίος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i lashtë, antik, lashtë, e lashtë, të lashtë
αρχαίος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
древен, древна, древния, древната, древно
αρχαίος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
старажытны, старадаўні, старажытнае, старажытная
αρχαίος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vananenud, arhailine, vana, iidse, iidsed, iidne, iidsete
αρχαίος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zastario, starinski, arhaičan, arhaizmi, drevni, drevna, antički, antička, drevno
αρχαίος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forn, forna, fornu, gamla, gömul
αρχαίος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
senovės, Ancient, senovinis, senas, senovinė
αρχαίος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sens, seno, sena, senā, senās
αρχαίος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
античките, античкиот, антички, античка, древни
αρχαίος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vechi, antic, antice, antică, veche
αρχαίος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
starodavni, starodavno, ancient, starodavna, starodavne
αρχαίος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
starobylý, archaický, staroveký