Эпоха στα ελληνικά
Μετάφραση: эпоха, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρα, διάστημα, εποχή, περίοδος, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου
Μεταφράσεις
- бедствовать στα ελληνικά - ανάγκη, χρειάζομαι, ζουν σε συνθήκες φτώχειας, ζουν στη φτώχεια, ζουν μέσα στη φτώχεια, ζουν υπό συνθήκες φτώχειας, ζει σε συνθήκες φτώχειας
- возобновление στα ελληνικά - επιστροφή, επαναφορά, αναζωογόνηση, αναβαθμίζω, ανανέωση, αναβάθμιση, συνέχεια, ...
- достать στα ελληνικά - ασφαλής, παίρνω, διασφαλίζω, εδραιώνω, φτάνω, αποκτώ, ασφαλίζω, ...
- жалко στα ελληνικά - φτωχά, άθλιως, παταγωδώς, οικτρά, άθλια, αξιοθρήνητα
Τυχαίες λέξεις
Эпоха στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρα, διάστημα, εποχή, περίοδος, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου
Μεταφράσεις: μέρα, διάστημα, εποχή, περίοδος, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου