Λέξη: επίβλεψη
Σχετικές λέξεις: επίβλεψη
επίβλεψη στατικών, επίβλεψη μελέτης, επίβλεψη λειτουργίας, επίβλεψη έργου, επίβλεψη οικοδομής, επίβλεψη στα αγγλικά, επίβλεψη μηχανολογικών εγκαταστάσεων, επίβλεψη μηχανικού, επίβλεψη δημοσίων έργων, επίβλεψη συνώνυμα
Συνώνυμα: επίβλεψη
παραδρομή, αβλεψία, παρόραμα, απροσεξία, εποπτεία
Μεταφράσεις: επίβλεψη
επίβλεψη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
supervision, oversight, supervision of, surveillance, monitoring
επίβλεψη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
supervisión, vigilancia, la supervisión, control, supervisión de
επίβλεψη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betreuung, aufsicht, steuerung, beaufsichtigung, Aufsicht, Überwachung, Kontrolle, Beaufsichtigung
επίβλεψη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
garde, contrôler, supervision, surveillance, vérifier, surveiller, contrôle, superviser, la supervision, la surveillance
επίβλεψη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sorveglianza, supervisione, vigilanza, controllo, la supervisione
επίβλεψη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
supervisão, fiscalização, controlo, a supervisão, vigilância
επίβλεψη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toezicht, supervisie, het toezicht, toezicht op, controle
επίβλεψη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
досмотр, надсмотр, наблюдение, контроль, заведование, руководство, присмотр, надзор, надзора, контроля
επίβλεψη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilsyn, veiledning, oppsyn, tilsynet, overvåking
επίβλεψη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppsikt, övervakning, tillsyn, tillsynen, inseende, handledning
επίβλεψη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkkailu, silmälläpito, valvonta, ohjaus, valvonnan, valvonnassa, valvontaa
επίβλεψη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilsyn, overvågning, kontrol, tilsynet, opsyn
επίβλεψη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dohled, dozor, kontrola, dohledu, dohled nad
επίβλεψη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nadzór, dozorowanie, dozór, zwierzchnictwo, kontrola, dogląd, nadzorowanie, nadzoru, nadzór nad
επίβλεψη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felügyelet, felügyelete, felügyeletet, felügyeletére, felügyeletét
επίβλεψη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
denetleme, gözetim, denetim, denetimi, gözetimi
επίβλεψη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
керівництво, спостереження, нагляд
επίβλεψη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbikëqyrje, mbikëqyrja, mbikëqyrjen, mbikqyrja, mbikëqyrja e
επίβλεψη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надзор, контрол, надзора, наблюдение
επίβλεψη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нагляд
επίβλεψη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järelevalve, järelevalvet, järelevalve all, järelevalvega, järelevalveks
επίβλεψη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadzora, nadzor, nadzor nad, nadzorom, supervizija
επίβλεψη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirlit, eftirliti, Control, umsjón, eftirlit með
επίβλεψη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priežiūra, priežiūros, priežiūrą, kontrolė, priežiūrai
επίβλεψη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzraudzība, uzraudzību, uzraudzības, pārraudzība, uzraudzībai
επίβλεψη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
надзор, супервизија, надзорот, контрола, супервизијата
επίβλεψη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
supraveghere, supravegherea, supravegherii, de supraveghere, control
επίβλεψη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kontrola, nadzor, nadzor nad, nadzora, nadzoru, nadzorom
επίβλεψη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kontrola, dozor, dohľad, dohľadu, vykonávaní dozoru, pri vykonávaní dozoru