Λέξη: τραγανιστός
Μεταφράσεις: τραγανιστός
τραγανιστός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crisp, crunching, crunch, crispy, crunchy
τραγανιστός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crespo, rizado, crujido, crujiendo, crujir, crujido de, dura
τραγανιστός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lakonisch, knusperige, knusprig, Knirschen, knirsch, knirschenden, knirscht, knirschend
τραγανιστός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crépu, croquant, frêle, fragile, frisé, croustillant, tendre, cassant, dispos, bouclé, cassable, croquer, calculs, craquement, crissement
τραγανιστός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
croccante, scricchiolio, sgranocchiare, macinare, scricchiolare, sgranocchiando
τραγανιστός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esmaga, trituração, triturando, mastigando, mastigada
τραγανιστός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kraken, knarsende, knarsen, rekenwerk, krakend
τραγανιστός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
живительный, хрустящий, жесткий, рассыпчатый, крекер, свежий, твердый, ворсить, хруст, хрустя, хрустом, хрустит, с хрустом
τραγανιστός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knaser, crunching, farlig, knusing, knusende
τραγανιστός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knastrande, knaprande, knarr, knarrande, tuggande
τραγανιστός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hauras, kirpeä, kalsea, lyhyt, murskaukseen, crunching, murskaavaa, Foorumi Projektien suosio Lataa
τραγανιστός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knasende, lidt voldsom, crunching, knaser, voldsom
τραγανιστός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svěží, kučeravý, chroupavý, chrupavý, kadeřavý, křehký, kudrnatý, křupavý, ostrý, skřípat, křupání, chroupání, crunching
τραγανιστός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kędzierzawy, zwijać, kruchy, żywy, ożywczy, frytka, skrzypienie, pożerające, chrupanie, chrzęst, crunching
τραγανιστός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ropogó, csúcsszintű, ropogtató, csikorgott, a ropogó
τραγανιστός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çatırdayan, crunching, çıtırdatan, çatırtı, çatır çutur yemek
τραγανιστός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хрускіт, хрест, хруст, рубль, карбованець
τραγανιστός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
crunching, gëlltiturën, të gëlltiturën
τραγανιστός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хруптящия, схрусква, изчисления, хрущене
τραγανιστός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
храбусценне, хруст, хрумст
τραγανιστός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kähar, krõbe, karge, krigistamine, krudisemine, murskaukseen, kirisemine, kirisev
τραγανιστός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krt, uvijen, kovrčav, svjež, hrskav, drobljenje, crunching, drobiti, drobljenja
τραγανιστός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
marr
τραγανιστός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
crunching
τραγανιστός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
crunching, ilgstoša aprēķinu, ilgstoša aprēķinu veikšana
τραγανιστός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Британија, Џган
τραγανιστός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ronțăit, de ronțăit, rontait, crunching, de rontait
τραγανιστός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
škrtanje, cmokanje, crunching
τραγανιστός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sypký, chrumkavý, chrumkavá, chrumkavé
Τυχαίες λέξεις