Эхо στα ελληνικά
Μετάφραση: эхо, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίκτυπο, αντίκτυπος, μιμούμαι, αντιλαλώ, αντήχηση, αντηχώ, επίπτωση, ηχώ, ηχούς, echo, της ECHO, η ECHO
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апологический στα ελληνικά - apologichesky
- благоустроить στα ελληνικά - προσαρμόζω, κανονίζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, εξωραϊσμού, Εξωραϊσμός, εξωραϊσμό, ...
- взывать στα ελληνικά - τραβώ, έφεση, επικαλούμαι, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή
- восходящий στα ελληνικά - αύξουσα, φθίνουσα, Ταξινόμηση, αυξουσα, σειρά Αύξουσα
Τυχαίες λέξεις
Эхо στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίκτυπο, αντίκτυπος, μιμούμαι, αντιλαλώ, αντήχηση, αντηχώ, επίπτωση, ηχώ, ηχούς, echo, της ECHO, η ECHO
Μεταφράσεις: αντίκτυπο, αντίκτυπος, μιμούμαι, αντιλαλώ, αντήχηση, αντηχώ, επίπτωση, ηχώ, ηχούς, echo, της ECHO, η ECHO